Σπύρος Πιπεράκης, Υπ.Διδ. Θρησκειολογίας
Το κείμενο παρουσιάζει τις πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές που διαδέχτηκαν τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου και οδήγησαν στη διαμόρφωση της νέας πραγματικότητας των ελληνιστικών χρόνων, στη συνάφεια των οποίων η ιατρική συνδέθηκε με την αστρολογία ως μέσο λύτρωσης των ανθρώπων από την αγνωσία του μέλλοντος. Την εποχή αυτή τόσο η αστρολογία όσο και η ιατρική θεωρούνταν μυστικές, μυητικές γνώσεις, που αποκαλύπτονταν μόνο στους μυημένους, ενώ οι προσεγγίσεις των φιλοσόφων και ιατρών πάνω στα ζητήματα των ασθενειών, της θεραπείας τους και της σύνδεσής τους με την τύχη διαμόρφωσε στο θεωρητικό πλαίσιο για την αντίληψη των ουρανίων σωμάτων ως υπαίτιων, αλλά και μέσων θεραπειών των ασθενειών.
Οι κατακτήσεις του Αλέξανδρου και η δημιουργία των ελληνιστικών κρατιδίων, που διαδέχτηκε το θάνατό του (323 π.Χ.), συνέβαλαν στη συνάντηση του ελληνισμού με τους πολιτισμούς της Ανατολής και στη δημιουργία ενός αμοιβαίου πλέγματος επιρροών. Πρόκειται ουσιαστικά για μια μορφή πολιτισμικής διαπραγμάτευσης ανάμεσα στον κατακτητή και τους υποτελείς με σαφείς πολιτικές προεκτάσεις. Ο ελληνικός πολιτισμός συνέλαβε νέα στοιχεία, ανάμεσά τους και την αστρολογία, και στη συνέχεια μέσα από μια διαδικασία αναλογίας, συγχρωτισμού, σύνθεσης και τελικά σταθεροποίησης δημιούργησε ένα σύστημα δυναμικής συνύπαρξης, που όμως απέχει από κάθε θεωρητική μορφή μιας ακαθόριστης και γενικευμένης συγχώνευσης. Η ελληνική σκέψη υπήρξε η ισχυρότερη συνισταμένη στο ανωτέρω σύστημα, με αποτέλεσμα τη διύλιση των ξένων στοιχείων μέσα από αυτήν και τη δημιουργία ενός μορφώματος, στο οποίο οι ξένες επιρροές διακρίνονται πλέον δύσκολα ως επιπρόσθετα στοιχεία, καθώς χαρακτηρίζονται από τον έντονο ελληνικό επιχρωματισμό τους (interpretatio Graeca).[1]
Οι πολιτικές, κοινωνικές και συναισθηματικές μεταλλαγές των ελληνιστικών χρόνων, αποτέλεσμα της αποδόμησης του μοντέλου της πόλης-κράτος, οδήγησαν σε έναν κοινωνικό επαναπροσδιορισμό και στην ισχυροποίηση της έννοιας της τυχαιότητας, που αρχίζει τώρα να αποτελεί έναν ολοένα και πιο καθοριστικό παράγοντα για την ερμηνεία της πραγματικότητας.[2] Η αμφίρροπη έννοια της τύχης αντιπαρατίθεται στην αρνητική της μοίρας, και οι δύο όμως αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος για γεγονότα που επηρεάζουν τη ζωή και βρίσκονται έξω από τη σφαίρα ελέγχου, περιορίζοντας σταδιακά το τυχαίο μπροστά σε μια άκρατη μοιρολατρεία.[3] Η ιατρική υπόκειται σε αυτήν την τυχαιότητα, η οποία χαρακτηρίζει την έκβαση των θεραπευτικών μεθόδων, και καθίσταται υπόλογη σε άγνωστες δυνάμεις, που βρίσκονται πέρα από τον ανθρώπινο έλεγχο.[4]
Η στωική μορφή της ευσέβειας αντιπαρατίθεται στο τυχαίο και θέτει ως προϋπόθεση την ύπαρξη ενός δομημένου κόσμου, ο οποίος έρχεται σε αντιπαράθεση με το χάος της καθημερινότητας και είναι προσβάσιμος με τον ορθό λόγο. Η στωική φιλοσοφία με τον πανθεϊσμό της υιοθετεί μια αλυσίδα αιτιοτήτων, την ειμαρμένη, μια έννοια που ταυτίζεται με το Δία και τη θεία πρόνοια. Ο θεός/πνεύμα ενυπάρχει και επενεργεί στο φυσικό κόσμο, οπότε η αιτιώδης αυτή σχέση θεού/κόσμου είναι καθοριστική για την αλληλεξάρτησή τους, γεγονός που προσδίδει και τη δυνατότητα πρόγνωσης του μέλλοντος. Ο Ζήνωνας (334-262 π.Χ.) καθιέρωσε πρώτος αυτήν την αρχή της στωικής κοσμολογίας, τόσο βασική για τη θεωρία των αιτιοτήτων και του ηθικού δόγματος, καθώς είναι εκείνη που μαζί με την έννοια της ανάγκης/ειμαρμένης (αλλά και της πυθαγόρειας φιλοσοφίας) έθεσε τις βάσεις για την ανάπτυξη της ελληνιστικής αστρολογίας ως το μέσο λύτρωσης του ατόμου από την αγνωσία του μέλλοντος.[5] Η ιδέα όμως της κοσμικής συμπάθειας δεν έχει ως εφαλτήριο τις μεταφυσικές υποθέσεις των φιλοσόφων, αλλά την ιατρική χρήση και εντοπίζεται, όπως θα δούμε, για πρώτη φορά σε ιπποκρατικά κείμενα.[6]
Ο στωικός Κλεάνθης (311-232 π.Χ.) υποστηρίζει τη θέση ότι τα ουράνια σώματα διατηρούνται από τις αναθυμιάσεις των ωκεανών και των άλλων υγρών που εξέρχονται από το κοσμικό σώμα με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο και η ανθρώπινη ψυχή διατηρείται από τις αναθυμιάσεις του αίματος. Τόσο το κοσμικό, όσο και το ανθρώπινο σώμα προσλαμβάνουν το υγρό στοιχείο και αποβάλλουν θερμότητα, τη ζωτική αρχή για το σύμπαν και για τον άνθρωπο.[7] Η στωική αναλογία του μακρόκοσμου με το μικροκοσμικό ανθρώπινο σώμα στάθηκε καθοριστική για την εξέλιξη της ωροσκοπικής αστρολογίας και για το συσχετισμό αστρολογίας και ιατρικής.
Τον επαναπροσδιορισμό των ελληνιστικών χρόνων καθόρισε και το πτολεμαϊκό κοσμολογικό μοντέλο, το δημιούργημα της αριστοτελικής λογικής και των θεωριών του Εύδοξου του Κνίδιου (390-340 π.Χ.). Το μοντέλο αυτό συνιστά το αποτέλεσμα της γενικότερης τάσης της εποχής για συστηματοποίηση και ταξινόμηση και υποδηλώνει την παγκοσμιοποίηση που επέφερε η διεθνοποίηση της ελληνιστικής εξουσίας.[8] Στο κέντρο του κόσμου τοποθετείται η γη και γύρω της περιφέρονται, ομόκεντρα και διαδοχικά, οι επτά πλανητικές σφαίρες, με την όγδοη σφαίρα των απλανών αστερισμών να ακολουθεί στο τέλος. Η δεξιόστροφη κίνηση της εξωτερικής σφαίρας ισορροπείται με την αριστερόστροφη της σφαίρας των πλανητών, ενώ η γη παραμένει ακίνητη στο κέντρο του κοσμικού συστήματος. Ο αριστοτελικός διαχωρισμός του σύμπαντος σε δύο επίπεδα, τον υποσελήνιο χώρο της μεταβολής, της τύχης και του θανάτου, με την κυριαρχία των τεσσάρων στοιχείων, από τη μια μεριά και το θεϊκό χώρο των πλανητικών σφαιρών της αμεταβλητότητας και του αιθερικού στοιχείου από την άλλη, γίνεται ολοένα και βαθύτερος και απογυμνώνει σταδιακά το γήινο κόσμο από τη θεϊκή του φύση.[9] Ο μέσος Πλατωνισμός, με κυρίαρχο εκπρόσωπό του τον Πλούταρχο (46-120 μ.Χ.), εξώθησε στην υποσελήνια σφαίρα τους δαίμονες, τοποθετώντας τις θεϊκές οντότητες στις πλανητικές σφαίρες πάνω από τη σελήνη.[10] Ο άνθρωπος, έχοντας εξοριστεί από την ασφάλεια της μικροκοσμικής πόλης-κράτος, ορίζει και συνειδητοποιεί τη μικρότητά του απέναντι στην αχανή οικουμένη μέσα από το πρίσμα της απεραντοσύνης του σύμπαντος.[11]
Η θεοποίηση των πλανητικών σφαιρών, κάτω από την επίδραση της πλατωνικής σκέψης και των θρησκευτικών αντιλήψεων της Ανατολής, διαδόθηκε γρήγορα στην ελληνορωμαϊκή οικουμένη και οι θεοί της παραδοσιακής θρησκείας στέκονται πια αδύναμοι μπροστά στην πανίσχυρη εξουσία των νέων θεοτήτων. Η ανατολική διαρχία με το αντικοσμικό της πνεύμα, κυρίαρχη στα θρησκευτικά συστήματα της ύστερης αρχαιότητας, όπως του Γνωστικισμού και του Μανιχαϊσμού, μεταμόρφωσε τα άστρα στις αρνητικές εκφάνσεις ενός κατώτερου κόσμου, όπου κάθε θετική επενέργεια έχει αποκλειστεί εκ των προτέρων και οι πλανήτες και τα ζώδια δαιμονοποιούνται, ως αποτέλεσμα της γενικότερης κοσμικής απαξίωσης της εποχής.[12] Η απάντηση της ελληνιστικής ευσέβειας στις αντιλήψεις της Ανατολής δόθηκε από τους Νεοπλατωνικούς, για τους οποίους οι πλανήτες είναι θεϊκές οντότητες, μέσα θεϊκής αποκάλυψης της κοσμικής τάξης και εκ φύσεως αδύνατα να επενεργούν αρνητικά.[13]
Οι πλανητικές αυτές ιεραρχίες αντικατοπτρίζουν την ολοένα και μεγαλύτερη διοικητική διάρθρωση της ελληνιστικής κοινωνίας και αποκαλύπτουν τη δυσκολία των θνητών να προσεγγίσουν τους φορείς που ορίζουν τη μοίρα τους. Το ανθρώπινο σώμα σύντομα εγκλωβίστηκε μέσα σε ένα κοσμικό σύστημα αστρικών επιταγών, καθώς οι στωικές ιδέες της ισονομίας και του κοσμοπολιτισμού οδήγησαν σε ένα μοιραίο αστρικό οικουμενισμό, διακηρύσσοντας την ισότητα όλων των ανθρώπων κάτω από τις επιδράσεις των άστρων.[14] Η στωική θεωρία της ανόδου του νου γρήγορα μετασχηματίστηκε σε ένα νέο σωτηριολογικό μοντέλο, που τώρα ισοδυναμεί με την άνοδο της ψυχής στις ουράνιες σφαίρες και πέρα από αυτές, προσφέροντας μια εναλλακτική πρόσβαση στο θείο, η οποία είναι περισσότερο προσωπική και τελικά πιο αποτελεσματική.[15] Η αστρολογία μετατρέπεται σε μια μυητική γνώση με τον ίδιο τρόπο που και η ίδια η ιατρική θεωρείται, ήδη σε πολλά ιπποκρατικά έργα, ως η μυστική γνώση που θα πρέπει να αποκαλυφθεί όχι στον οποιονδήποτε, αλλά μόνο στους μυημένους.[16]
Και ενώ στην κλασική εποχή οι δαιμονικές οντότητες ήταν υπαίτιες για τις διάφορες ασθένειες, στους ελληνιστικούς χρόνους η ευθύνη, αλλά και η θεραπεία μετατίθεται στους δαιμονοποιημένους δεκανούς, τους ζωδιακούς αστερισμούς και τους πλανήτες. Τα ουράνια σώματα μετατρέπονται στις αιτίες, αλλά και στα μέσα θεραπείας των ασθενειών ανάλογα με τη θέση της ελεύθερης βούλησης μέσα στο κοσμικό σύστημα. Η στωική μοιρολατρεία υιοθετείται από την ωροσκοπική αστρολογία του χρόνου της γέννησης (γενεθλιαλογία) και αποτρέπει κάθε ανθρώπινη παρέμβαση σε ένα προκαθορισμένο μέλλον, καθιστώντας τα άστρα τυφλές αιτίες των ασθενειών και διαρρυθμιστές της μελλοντικής τους εξέλιξης. Για ποιό λόγο όμως να επιζητείται η μαντική πρόγνωση, όταν κάθε θεραπεία είναι αδύνατη; Την απάντηση δίνει ο Β. Βάλης (2ος αιώνας μ.Χ.), σύμφωνα με τον οποίο η γνώση του μέλλοντος κάνει τους ανθρώπους να περιφρονούν την τύχη και έτσι να ζουν πιο ελεύθεροι, μακριά από τις ταραχές και τις ελπίδες για ένα αβέβαιο μέλλον.[17] Αντίθετα με τη γενεθλιαλογία, η καταρχική αστρολογία αποτελείται από την εξέταση του ουράνιου χάρτη μιας οποιασδήποτε χρονικής στιγμής της ζωής ενός ανθρώπου σε σχέση με τη μελλοντική έκβαση κάποιου γεγονότος, όταν ακριβώς οι ανθρώπινες πράξεις είναι ικανές να διαμορφώσουν τις μελλοντικές εξελίξεις. Η αστρική επίδραση διαθέτει το χώρο για τη δυνατότητα παρεμβάσεων και η γνώση των ζωδιακών και πλανητικών διαθέσεων καθίσταται αρωγός για τη θεραπεία. Η αστρολογική μαγεία, που βρίσκει την εφαρμογή της στη θεραπευτική, είναι σε θέση τώρα να σταματήσει ή να εξουδετερώσει, μέσω της τελετουργίας, τις επιβλαβείς ουράνιες επιρροές.[18]
Ο φυσικός Διοκλής από την Κάρυστο (4ος αιώνας π.Χ.) κάνει λόγο για τους αρχαίους που προέβαιναν στην πρόγνωση των ασθενειών με βάση τις φάσεις και την τροχιά της σελήνης.[19] Σε ποιούς αρχαίους όμως αναφέρεται; Η ιατρική αστρολογία συνιστά μια μορφή μόνο της ξένης σοφίας, όπως αυτή έγινε γνωστή στους Έλληνες μετά τη δημιουργία του πρώτου κράτους των Σελευκιδών και των Πτολεμαίων και τη γνωριμία τους με τη βαβυλωνιακή και αιγυπτιακή αστρολογική παράδοση (311/310 π.Χ.). Σε βαβυλωνιακές σφηνοειδείς πινακίδες, που χρονολογούνται από την ύστερη βαβυλωνιακή περίοδο, συναντούμε τα πρώτα δείγματα αστρολογικής φαρμακοποιίας.[20] Οι μαγικές τελετουργίες των κειμένων αυτών φέρουν μεγάλη ομοιότητα με τις αντίστοιχες της ερμητικής αστρολογικής βοτανολογίας, ενώ στη μοναδική βαβυλωνιακή επιγραφή για τη μελοθεσία η αντιστοιχία του πλανήτη Άρη με τους νεφρούς εντοπίζεται και στο έργο του Κλ. Πτολεμαίου (2ος αιώνας μ.Χ.).[21]
Σε αντίθεση όμως με τα θεωρητικά αστρολογικά κείμενα της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας, οι βαβυλωνιακές πινακίδες είναι περιγραφικές εφαρμογές μιας θεωρίας από την οποία απουσιάζει κάθε λογική αιτιοκρατία και η μελοθεσία δεν έχει αναπτυχθεί ως σύστημα, αλλά περιορίζεται μόνο σε μια απλή αντιστοιχία του Δία με τη σπλήνα και του Άρη με τους νεφρούς. Το ελληνιστικό μοντέλο δεν επιτρέπει την παρουσία οιωνών, αφού οι αλλαγές στη γη είναι το μηχανιστικό αποτέλεσμα των ουράνιων κινήσεων, σε αντίθεση με τη βαβυλωνιακή αστρολογία, όπου η επίδραση των άστρων δεν ερμηνεύεται ως η αιτιώδης σχέση ενός γεωμετρικού και μηχανιστικού συστήματος, αλλά ως μια μονοδιάστατη και ευθύγραμμη επιρροή του ουρανού στη γη με τη θεϊκή διαμεσολάβηση. Η ελληνιστική αστρολογία (γνωστή και ως ωροσκοπική αστρολογία) στηρίζεται στις βαβυλωνιακές θεωρητικές αρχές της οιωνοσκοπικής αστρολογίας, η τεχνική της όμως αποτελεί το δημιούργημα του ελληνικού ορθολογισμού και της σχέσης αιτίου και αποτελέσματος και βασίζεται σε γεωμετρικά πορίσματα και όχι σε μαθηματικούς πίνακες.[22]
Ένα μεγάλο τμήμα της γνώσης αυτής έγινε προσιτό στους Έλληνες από τους Βαβυλώνιους ιερείς, τους Χαλδαίους, που μετέφρασαν ένα μεγάλο μέρος της αστρολογικής τους γραμματείας στα ελληνικά. Ο Βηρωσός θεωρείται ο πρώτος Χαλδαίος που δίδαξε την αστρολογία στην Ελλάδα με μια πραγματεία για τη βαβυλωνιακή ιστορία, αφιερωμένη στον Αντίοχο Α΄.[23] Η εγκατάστασή του στο νησί της Κω, περίπου το 280 π.Χ., τον έφερε σε επαφή με τους μαθητές της ιπποκρατικής ιατρικής, στους οποίους πιθανόν να δίδαξε τις θεωρητικές αρχές της ιατρικής αστρολογίας.[24]
Σε συνάφεια με τους Βαβυλώνιους οι Αιγύπτιοι δεν είχαν ανεπτυγμένο μαθηματικό σύστημα και δεν εφάρμοσαν μια μαθηματική θεωρία για τις παρατηρήσεις στον ουρανό, από τη στιγμή που ενδιαφέρονταν για τα άστρα μόνο στο βαθμό που τους εξυπηρετούσαν στην ημερολογιακή διάταξη και τις θρησκευτικές τελετουργίες. Ήταν επόμενο, λοιπόν, η συμβολή της Αιγύπτου στην τέχνη αυτή να είναι σχεδόν μηδαμινή, με το σημαντικότερο κληροδότημά της στην αστρολογία των επόμενων αιώνων να αποτελεί το αστρονομικό σύστημα των δεκανών.[25] Με την περσική κυριαρχία του έκτου αιώνα π.Χ. η Αίγυπτος ήρθε σε επαφή με την ιατρική αστρολογία, παραλαμβάνοντας και στη συνέχεια προσαρμόζοντάς τη στα δικά της δεδομένα. Η ιατρική μαγεία και οι μελοθετικές αντιστοιχίες με θεότητες του αιγυπτιακού πανθέου, αρκετά διαδεδομένες από τη φαραωνική περίοδο, οπωσδήποτε προετοίμασαν το έδαφος για την εισδοχή και εγκαθίδρυση των νέων θεωριών.[26] Τρεις αιώνες αργότερα οι Έλληνες με τη μακεδονική κατάκτηση της Αιγύπτου ήρθαν σε επαφή με τις ιδέες αυτές, προσαρμόζοντάς τες με τη σειρά τους στη δική τους ωροσκοπική αστρολογία.
Στην Ελλάδα η πρώτη αναφορά για την επίδραση των άστρων στην ανθρώπινη υγεία εντοπίζεται στον Όμηρο (8ος αιώνας π.Χ.), ο οποίος καταγράφει ότι ο Σείριος επιφέρει πολύ πυρετό στους θνητούς,[27] και ακολουθούν αναφορές σε διάφορα ιπποκρατικά κείμενα (6ος - 5ος αιώνας π.Χ.). Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Όμηρος διέμενε στη Μ. Ασία και ο Ιπποκράτης στην Κω, περιοχές με συχνές εμπορικές και πολιτισμικές επαφές με τη Βαβυλώνα και την Ανατολή. Στο Περὶ ἀέρων, ὑδάτων, τόπων ο Ιπποκράτης φέρεται να υποστηρίζει:
Σε άλλο σημείο της ίδιας πραγματείας ο Ιπποκράτης σημειώνει ότι οι ασθένειες διανύουν κρίσιμες περιόδους στις ισημερίες και τα ηλιοστάσια, κυρίως τη μέρα της φθινοπωρινής ισημερίας και του θερινού ηλιοστασίου, κάτω από την ανατολή αστερισμών, ιδιαίτερα του Σείριου και του Αρκτούρου, και στη δύση του αστερισμού της Πλειάδας, ενώ στο Περὶ ἑβδομάδων χαρακτηρίζει ως τους πιο επικίνδυνους πυρετούς αυτούς που εκδηλώνονται ανάμεσα στην ανατολή του Σείριου και του Αρκτούρου.[29]
Ο αστρολόγος Γέμινος (1ος αιώνας π.Χ.) στο χαμένο, στο μεγαλύτερο μέρος, έργο του, Φιλοκαλία, αναφέρει τη χρήση της αστρονομίας από τον Ιπποκράτη.[30] Για τον ψευδο-Γαληνό ο Ιπποκράτης συνδύασε την ιατρική με την αστρολογία, αλλά και με τη φυσιογνωμική, την αρχαία τέχνη που επιχειρούσε να ερμηνεύσει την προσωπικότητα και τη συμπεριφορά του ανθρώπου από τα σωματικά του χαρακτηριστικά. Η φυσιογνωμική ωστόσο αναπτύχθηκε αρχικά ως κλάδος της αρχαίας ιατρικής και αποτέλεσε έμμεσα με τον τρόπο αυτόν τμήμα της τέχνης των ιατρομαθηματικών. Σύμφωνα με ένα ψευδεπίγραφο κείμενο του Γαληνού:
Επειδή και αυτοί οι ιατροί κάνουν χρήση σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό του προγνωστικού μέρους της τέχνης τους, για το λόγο αυτόν αποδέχτηκαν την αστρολογία και αν όχι όλοι, τότε οι περισσότεροι. Ο Ιπποκράτης […] είπε ότι ο νους όσων δεν έχουν χρησιμοποιήσει τη φυσιογνωμική βρίσκεται στο σκοτάδι. Αλλά το φυσιογνωμικό τμήμα της αστρολογίας είναι το μεγαλύτερο μέρος της.[31]
Τόσο τα ιατρομαθηματικά, όσο και η αστρολογική φυσιογνωμική καταφεύγουν στην ερμηνεία των σημείων του ουρανού και του ανθρώπινου σώματος, με τη βοήθεια των οποίων ο ιατρός μπορεί να προβεί στην πρόγνωση ή τη διάγνωση μιας ασθένειας.[32]
Οπωσδήποτε οι ιπποκρατικές αναφορές στην αστρολογική ιατρική δεν ακολουθούν το δρόμο μιας κάθετης και άμεσης αστρικής παρέμβασης πάνω στο ανθρώπινο σώμα, ούτε εξαντλούνται στις πολύπλοκες και εξεζητημένες μεθόδους των αστρολόγων της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας, αλλά προβλέπουν την υγεία και την ασθένεια μέσω της επίδρασης των άστρων στο περιβάλλον και κατά προέκταση στο ανθρώπινο σώμα.[33] Στο έργο Περὶ φύσεως ἀνθρώπου ο κύκλος των εποχών επηρεάζει άμεσα τις μεταλλαγές των χυμών του σώματος, που διαμορφώνονται από τις τέσσερις ποιότητες του φυσικού κόσμου, με τις οποίες βρίσκονται σε συμπάθεια.[34] Σύμφωνα με το Περὶ διαίτης, η ανατολή και η δύση των άστρων, οι αλλαγές και οι πλεονασμοί στο φαγητό και το ποτό, τους ανέμους και τον καιρό, αλλά και στον κόσμο γενικότερα ως σύνολο είναι οι παράγοντες που ευθύνονται για τις ανθρώπινες ασθένειες.[35]
Ο Ιπποκράτης προχώρησε σε μια αναλογική σχέση των μελών του σώματος με τμήματα του φυσικού κόσμου, στην οποία στηρίχθηκε αργότερα η στωική θεωρία της κοσμικής συμπάθειας και το σύστημα της αστρολογικής μελοθεσίας. Το ανθρώπινο σώμα προβάλλεται πάνω σε πέντε ομόκεντρους κύκλους, που με επίκεντρο την περιοχή της κοιλιάς αντιστοιχούν στη θάλασσα, τη γη (περιοχή γύρω από την κοιλιά), τη σελήνη, τους πλανήτες (;) και τα άστρα.[36] Επιπλέον, στο Περὶ ἑβδομάδων ο σκληρός πυρήνας της γης αναλογεί στα οστά, η επιφάνειά της στη σάρκα, οι ζεστές πηγές της αντιστοιχούν στο μυελό και το σπέρμα, που προέρχεται από τον εγκέφαλο, το νερό των ποταμών στο αίμα που ρέει στις φλέβες, ο αέρας στην αναπνοή, οι λίμνες και οι βάλτοι στα έντερα, η θάλασσα στα εσωτερικά υγρά, ενώ η σελήνη καταλαμβάνει τον εγκέφαλο.[37] Οι αντιστοιχίσεις των μελών του μικροκοσμικού ανθρώπου με τα μέρη του φυσικού του περιβάλλοντος βασίζονται σε ιρανικές επιρροές, οι οποίες υιοθετήθηκαν από τα ιπποκρατικά κείμενα του πέμπτου αιώνα π.Χ., στη συνέχεια όμως γνώρισαν τη δική τους αυτόνομη πορεία μέσα στον ελληνικό χώρο.[38]
Στους επόμενους αιώνες ο Ιπποκράτης θεωρήθηκε ο πρωτεργάτης της τέχνης της αστρολογικής ιατρικής και φέρεται ως συγγραφέας μιας ψευδεπίγραφης ιατρομαθηματικής πραγματείας των ελληνορωμαϊκών χρόνων, που έφτασε σε εμάς μέσω μιας λατινικής μετάφρασης του Μεσαίωνα, γνωστή ως Astronomia ή Astrologia Ypocratis,[39] όπως επίσης και μιας ψευδεπίγραφης επιστολής με τίτλο ῾Ιπποκράτους ἐπιστολὴ πρὸς Πτολεμαίον βασιλέα περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου, η οποία απευθύνεται προς το βασιλιά της Αιγύπτου, Πτολεμαίο, περιλαμβάνοντας ανάμεσα στα άλλα και διάφορες ιατρομαθηματικές συμβουλές.
Τα ιατρομαθηματικά θεμελιώθηκαν στη βαβυλωνιακή και αιγυπτιακή αστρολογία, ως πρακτική τέχνη όμως μετασχηματίστηκαν και αναπτύχθηκαν κάτω από τις επιδράσεις του ελληνικού ορθολογισμού και των επιτευγμάτων της ελληνιστικής ‘επιστήμης’, ενώ η μαγική αστρολογική θεραπευτική της φαρμακοποιίας και των φυλακτών διατήρησε τις σχέσεις της με τους πολιτισμούς της Ανατολής και ιδιαίτερα με την Αίγυπτο. Η ανάπτυξη της αστρολογικής ιατρικής δεν επιτελέστηκε από την ιπποκρατική ιατρική στο νησί της Κω, αλλά στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο, όπου η κοσμοπολίτικη πόλη της Αλεξάνδρειας μετατράπηκε στο ‘επιστημονικό’ κέντρο του αρχαίου κόσμου, αποκτώντας διεθνή φήμη για την εξέλιξη της επιστήμης των μαθηματικών, της γεωμετρίας, της ιατρικής, της αστρονομίας και της μουσικής.[40]
[1] Για το συγκρητισμό ως μέθοδο βλ. C. Colpe, ‘Syncretism’ στο M. Eliade (επιμ.), Encyclopedia of Religion 14 (1987), σελ. 218-27· L. H. Martin, Οι Θρησκείες της Ελληνιστικής Εποχής (μτφ. Δ. Ξυγαλατάς) (Θεσσαλονίκη, 2004), σελ. 97-100· J. Z. Smith, ‘Wisdom and apocalyptic’ στου ίδιου, Map is Not Territory: Studies in the History of Religions (Chicago- London, 1993), σελ. 67-87, ιδιαίτ. σελ. 86-7· P. Pakkanen, Interpreting Early Hellenistic Religion: A Study Based on the Mystery Cult of Demeter and the Cult of Isis (Papers and Monographs of the Finnish Institute at Athens III) (Helsinki, 1996), σελ. 85-100· Π. Παχής, Ίσις Καρποτόκος I: Οικουμένη. Προλεγόμενα στον Συγκρητισμό των Ελληνιστικών Χρόνων (Θεσσαλονίκη, 2003), σελ. 361-81
[2] Για τα γενικά χαρακτηριστικά της ελληνιστικής εποχής βλ. A. D. Nock, Conversion: The Old and the New in Religion from Alexander the Great to Augustine of Hippo (London, 1933), σελ. 99-102· H. Jonas, The Gnostic Religion: The Message of the Alien God and the Beginnings of Christianity (Boston, 21963), σελ. 3-27· L. H. Martin, Οι Θρησκείες της Ελληνιστικής Εποχής, ό.π., σελ. 85-106, 137-8· H.-J. Gehrke, Ιστορία του Ελληνιστικού Κόσμου (μτφ. Α. Χανιώτης) (Αθήνα, 22003), σελ. 110-33· Π. Παχής, ‘Η έννοια της περιπλάνησης κατά τη διάρκεια των ελληνιστικών χρόνων’, ΕΕΘΣΤΘ (νέα σειρά) 12 (2002), 273-323· του ίδιου, Ίσις Καρποτόκος, ό.π., σελ. 27-68· του ίδιου, ‘Προλεγόμενα στη μελέτη των θρησκειών της ελληνιστικής εποχής’, εισαγωγικό σημείωμα στο L. H. Martin, Οι Θρησκείες της Ελληνιστικής Εποχής, ό.π., σελ. 11-73· P. Pachis, ‘Hominibus vagis vitam: The wandering of Homo Hellenisticus in an age of transformation’ στο W. Braun- R. McCutcheon (επιμ.), Introducing Religion: Essays in Honor of Jonathan Z. Smith (London- Oakville, 2008), σελ. 388-405
[3] Βλ. L. H. Martin, Οι Θρησκείες της Ελληνιστικής Εποχής, ό.π., σελ. 118-23, 393-4· R. Turcan, The Cults of the Roman Empire (μτφ. A. Nevill) (Malden MA- Oxford, 1996), σελ. 295· H.-J. Gehrke, Ιστορία του Ελληνιστικού Κόσμου, ό.π., σελ. 117· G. Sfameni Gasparro, ‘Daimôn and tuchê in the Hellenistic religious experience’ στο P. Bilde- T. Engberg-Pedersen- L. Hannestad- J. Zahle (επιμ.), Conventional Values of the Hellenistic Greeks (SHC 8) (Aarhus, 1997), σελ. 81-91· Π. Παχής, Ίσις Καρποτόκος, ό.π., σελ. 317-24
[4] Μανίλιος, Astronomicon 4.74-6
[5] Το γεγονός ότι οι στωικοί δεν αποδέχτηκαν την αστρολογία, δεν οφείλεται στην απιθανότητα της πρόγνωσης, αλλά στις διαφορετικές μεθόδους που ακολουθούσαν οι αστρολόγοι για να φτάσουν στα συμπεράσματά τους. Για τη στωική φιλοσοφία και τη σχέση με τις θεωρητικές αρχές της αστρολογίας βλ. A. A. Long, ‘Astrology: Arguments pro and contra’ στο J. Barnes- J. Brunschwig- M. Burnyeat- M. Schofield (επιμ.), Science and Speculation: Studies in Hellenistic Theory and Practice (Cambridge- New York, 1982), σελ. 167-72· L. H. Martin, Οι Θρησκείες της Ελληνιστικής Εποχής, ό.π., σελ. 152-4· R. J. Hankinson, ‘Stoicism, science and divination’ στου ίδιου (επιμ.), Method, Medicine and Metaphysics: Studies in the Philosophy of Ancient Science, Apeiron 21.2 (1988), σελ. 129-31· R. W. Sharples, Στωικοί, Επικούρειοι και Σκεπτικοί: Μια Εισαγωγή στην Ελληνιστική Φιλοσοφία (μτφ. Μ. Λυπουρλή- Γ. Αβραμίδης) (Θεσσαλονίκη, 2002), σελ. 94-101, 132-8. Για την κοσμική συμπάθεια στους προκλασικούς και κλασικούς χρόνους βλ. υποσ. 38
[6] Βλ. R. J. Hankinson, ‘Stoicism, science and divination’, ό.π., σελ. 150. Για το στωϊκό πνεύμα στη φιλοσοφία και την ιατρική βλ. R. J. Hankinson, ‘Stoicism and medicine’ στο B. Inwood (επιμ.), The Cambridge Companion to the Stoics (Cambridge, 2003), σελ. 298-301
[8] Βλ. L. H. Martin, ‘The anti-individualistic ideology of Hellenistic culture’, Numen 41.2 (1994), 121
[9] Βλ. κυρίως το έργο του Αριστοτέλη, Περὶ οὐρανοῦ
[10] Πλούταρχος, Περὶ τοῦ ἐμφαινομένου προσώπου τῷ κύκλῳ τῆς σελήνης 943C, 944C· του ίδιου, Περὶ τοῦ Σωκράτους δαιμονίου 591A-C
[11] Σενέκας, Naturales quaestiones 1 [προοίμ.] 8: Μάρκος Αυρήλιος, Τῶν εἰς ἑαυτὸν 6.36.1· Ωριγένης, Κατὰ Κέλσου 4.85, PG 11.1160. Για την ελληνική αντίληψη περί κοσμολογίας της εποχής βλ. M. P. Nilsson, ‘The new conception of the universe in late Greek paganism’, Eranos 44 (1946), 20-4· S. Sambursky, The Physical World of Late Antiquity (London, 1962), σελ. 133-45· E. R. Dodds, Εθνικοί και Χριστιανοί σε μια Εποχή Αγωνίας: Όψεις της Θρησκευτικής Εμπειρίας από τον Μάρκο Αυρήλιο έως τον Κωνσταντίνο (μτφ. Κ. Αντύπας) (Αθήνα, 1995), σελ. 25-35· L. H. Martin, Οι Θρησκείες της Ελληνιστικής Εποχής, ό.π., σελ. 90-4· M. R. Wright, Cosmology in Antiquity (London- New York, 21996), σελ. 50-1
[12] Οι πλανητικοί δαίμονες αποτελούν υποβιβασμό των πλανητικών θεών της αρχαίας Βαβυλώνας, όχι εξαιτίας της ιδεολογικής απαξίωσης που προήλθε από την περσική κατάκτηση της Βαβυλώνας του έκτου αιώνα π.Χ., αλλά εξαιτίας της γενικότερης κοσμικής απαξίωσης των ελληνορωμαϊκών χρόνων. Βλ. M. P. Nilsson, ‘The new conception of the universe in late Greek paganism’, ό.π., 24-7· H. Jonas, The Gnostic Religion, ό.π., σελ. 260-5· E. R. Dodds, Εθνικοί και Χριστιανοί σε μια Εποχή Αγωνίας, ό.π., σελ. 35-45· L. H. Martin, Οι Θρησκείες της Ελληνιστικής Εποχής, ό.π., σελ. 347-51
[13] Πλωτίνος, ᾿Εννεάδαι 2.9.13, 16, 18· Ιουλιανός, Εἰς τὸν βασιλέα Ἥλιον πρὸς Σαλούστιον 149A. Ειδικότερα, για τον Πλωτίνο και τη στάση του απέναντι στην αστρολογία βλ. L. Thorndike, A History of Magic and Experimental Science (New York, 21929), τόμ. 1, σελ. 302-7· H. Jonas, The Gnostic Religion, ό.π., σελ. 262-4· E. R. Dodds, Εθνικοί και Χριστιανοί σε μια Εποχή Αγωνίας, ό.π., σελ. 37-9· A. A. Long, ‘Astrology: Arguments pro and contra’, ό.π., σελ. 187-8· T. Barton, Ancient Astrology, ό.π., σελ. 55
[14] Κικέρωνας, De natura deorum 1.19.50· Λουκρήτιος, De rerum natura 2.532-80· Πλούταρχος, Περὶ τῆς ᾿Αλεξάνδρου τύχης ἢ ἀρετῆς 329 ΑΒ. Βλ. R. W. Sharples, Στωικοί, Επικούρειοι και Σκεπτικοί, ό.π., σελ. 114, 206-8. Για τον κοσμοπολιτισμό των στωικών βλ. επίσης A. D. Nock, Conversion, ό.π., σελ. 171-2· P. Pakkanen, Interpreting Early Hellenistic Religion, ό.π., σελ. 121-8· Π. Παχής, Ίσις Καρποτόκος, ό.π., σελ. 36-8, ιδιαίτ. υποσ. 30
[15] Η λύτρωση συνίσταται στην ουράνια άνοδο, την οποία ο Jonathan Z. Smith (‘The influence of symbols upon social change: A place on which to stand’ στου ίδιου, Map is Not Territory, ό.π., σελ. 138-40· του ίδιου, ‘Birth upside down or right side up?’ στου ίδιου, Map is Not Territory, ό.π., σελ. 161-4) ερμηνεύει ως νοητική προβολή της επιθυμίας του ατόμου για μια έξοδο από τη ‘φυλακή’ της ελληνιστικής οικουμένης. Για την άνοδο της ψυχής, την αστρολογία και τη σωτηρία βλ. F. Cumont, Astrology and Religion among the Greeks and Romans (New York, 1960), σελ. 92-110, ιδιαίτ. σελ. 108· J. Flamant, ‘Sotériologie et systèmes planétaires’ στο U. Bianchi- M. J. Vermaseren (επιμ.), La Soteriologia dei Culti Orientali nell’ Impero Romano (Atti del Colloquio Internazionale su la Soteriologia dei Culti Orientali nell’ Impero Romano, Roma, 24-8 settembre 1979) (EPRO 92) (Leiden, 1982), σελ. 223-38· I. P. Culianu, Phychanodia I: A Survey of the Evidence concerning the Ascension of the Soul and its Relevance (EPRO 99) (Leiden, 1983), ιδιαίτ. σελ. 11-2, 48-54· A. Le Boeuffle, Le Ciel des Romains (Paris, 1989), σελ. 122-5· T. Barton, Ancient Astrology, ό.π., σελ. 110-1· B. Bakhouche, L’ Astrologie à Rome (Louvain, 2002), σελ. 124-8· J. Peste, The Poimandres Group in Corpus Hermeticum: Myth, Mysticism and Gnosis in Late Antiquity (PHD diss.) (Göteborg, 2002), σελ. 101-3
[16] Για την αστρολογία ως μυστική και μυητική γνώση βλ. F. Cumont, Astrology and Religion among the Greeks and Romans, ό.π., σελ. 77-91· του ίδιου, L’ Égypte des Astrologues (Bruxelles, 1937), σελ. 151-8· A. Le Boeuffle, Le Ciel des Romains, ό.π., σελ. 116-22· R. Turcan, The Cults of the Roman Empire, ό.π., σελ. 271-4· T. Barton, Ancient Astrology, ό.π., σελ. 136-7· της ίδιας, Power and Knowledge: Astrology, Physiognomics, and Medicine under the Roman Empire (Ann Arbor, Michigan, 2002), σελ. 82-5· B. Bakhouche, L’ Astrologie à Rome, ό.π., σελ. 128-30. Για την ιατρική ως μυητική γνώση βλ. Ιπποκράτης, Νόμος 5· του ίδιου, Περὶ εὐσχημοσύνης 16, 18. Βλ. G. E. R. Lloyd, Magic, Reason, and Experience: Studies in the Origin and Development of Greek Science (Cambridge- New York, 1979), σελ. 228-9· πρβ. T. Barton, Ancient Astrology, ό.π., σελ. 136· της ίδιας, Power and Knowledge, ό.π., σελ. 137
[17] Β. Βάλης, ᾿Ανθολογίαι 5.9.9 [στο έργο του Β. Βάλη ακολουθείται η δομή από την έκδοση του D. Pingree (BT)]
[19] Γαληνός, Περὶ κατακλίσεως προγνωστικὰ ἐκ τῆς μαθηματικῆς ἐπιστήμης 1, έκδ. C. G. Kühn (Hildesheim, 1964-5), τόμ. 19, σελ. 530
[20] Για την ιατρική αστρολογία στη Βαβυλώνα βλ. E. Reiner, Astral Magic in Babylonia (TAPhS 85/4) (Philadelphia, 1995), σελ. 34-60, 123-32· F. Rochberg-Riverside, ‘Scribes and scholars: The ţupšar Enūma Anu Enlil’ στο J. Marzahn- H. Neumann (επιμ.), Assyriologica et Semitica (festschrift für Joachim Oelsner) (Münster, 2000), σελ. 367
[21] M. Civil, ‘Medical commentaries from Nippur’, JNES 33.3 (1974), 336-8 (απόσπ. 3): Αν πονάει η σπλήνα ενός ανθρώπου, όπως λένε, στη σπλήνα = Δίας […], αν πονάει το νεφρό ενός ανθρώπου, [η ασθένεια προέρχεται από το θεό] Nergal, όπως λένε, ο πλανήτης του νεφρού είναι ο Άρης. Βλ. E. Reiner, Astral Magic in Babylonia, ό.π., σελ. 59-60· πρβ. Κλ. Πτολεμαίος, Τετράβιβλος 3.13.5 [για την αρίθμηση των χωρίων της Τετραβίβλου χρησιμοποιείται η νεότερη έκδοση του W. Hübner (BT)]
[22] Στη Μεσοποταμία των αρχών της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. εντοπίζονται οι απαρχές της οιωνοσκοπικής αστρολογίας. Η πρωιμότερη αναφορά για την ανάγνωση οιωνών εντοπίζεται σε επιστολές από το Mari και στα ύστερα παλαιο-βαβυλωνιακά κείμενα οιωνών (1800 π.Χ.). Στη μέση βαβυλωνιακή και ασσυριακή περίοδο (1200 π.Χ.) τοποθετείται το βαβυλωνιακό έπος Enūma Anu Enlil με αναφορές σε ουράνιους οιωνούς. Τον έβδομο αιώνα π.Χ., την περίοδο του Σαργονίδη, η οιωνοσκοπική αστρολογία γνωρίζει μεγάλη ακμή, ενώ τους πρώτους γενεθλιαλογικούς οιωνούς και ωροσκόπια εντοπίζουμε την περίοδο των Αχαμενιδών, Σελευκιδών και Αρκασιδών (500-50 π.Χ.). Στην οιωνοσκοπική αστρολογία οι προγνώσεις δεν αφορούν κυρίως μεμονωμένα άτομα, όπως συμβαίνει με την ωροσκοπική αστρολογία, αλλά το βασιλιά και τη χώρα. Το πρώτο βαβυλωνιακό ωροσκόπιο χρονολογείται στις 13 Ιανουαρίου του 410 π.Χ. και το αρχαιότερο ελληνικό ωροσκόπιο στις 7 Ιουλίου του 62 π.Χ.· βρίσκεται λαξευμένο σε πέτρα στο Nemroug Dagh της Μ. Ασίας και ανήκει στον Αντίοχο Α΄ της Κομμαγηνής. Για τη βαβυλωνιακή αστρολογία, αλλά και τη σχέση της με την Ελλάδα βλ. F. Cumont, Astrology and Religion among the Greeks and Romans, ό.π., σελ. 3-41· Ο. Neugebauer, Οι Θετικές Επιστήμες στην Αρχαιότητα (μτφ. Χ. Ζερμπίνη- Ι. Αρζόγλου) (Αθήνα, 22003), σελ. 139-42, 214-5· του ίδιου, ‘The history of ancient astronomy: Problems and methods’ στου ίδιου, Astronomy and History: Selected Essays (New York, 1983), σελ. 38-42, 111-4· F. Rochberg-Halton, ‘New evidence for the history of astrology’, JNES 43.2 (1984), 115-40· της ίδιας, ‘Elements of the Babylonian contribution to Hellenistic astrology’, JAOS 108.1 (1988), 51-62· της ίδιας, ‘Babylonian horoscopy: The texts and their relations’ στο N. M. Swerdlow (επιμ.), Ancient Astronomy and Celestial Divination (Cambridge MA- London, 1999), σελ. 39-59· T. Barton, Ancient Astrology, ό.π., σελ. 10-9
[24] Βλ. R. Turcan, The Cults of the Roman Empire, ό.π., σελ. 270· πρβ. A. Kuhrt, ‘Berossus’ Babyloniaka and Seleucid rule in Babylonia’ στο A. Kuhrt- S. Sherwin-White (επιμ.), Hellenism in the East: The Interaction of Greek and Non-Greek Civilizations from Syria to Central Asia after Alexander (Berkeley, 1987), σελ. 43-4, υποσ. 31
[25] Πρόκειται για αστερισμούς/θεότητες, γνωστούς ως bakiu, που συναντώνται για πρώτη φορά σε κείμενα και σχέδια στο εσωτερικό τοίχωμα των τάφων της Δέκατης Δυναστείας (2100 π.Χ.). Η ανατολή κάθε αστερισμού πριν ακριβώς από την ανατολή του ήλιου εκλαμβάνεται ως η τελευταία ώρα της νύχτας για μια ομάδα των δέκα ημερών. Επειδή το αιγυπτιακό έτος αποτελείται από 360 μέρες, διαταγμένες σε δώδεκα μήνες των τριάντα ημερών (με πέντε επιπλέον επαναγόμενες μέρες), υπήρχαν -με βάση αυτόν το δεκαδικό διαχωρισμό- συνολικά τριάντα έξι δεκανοί. Οι ανατολές των δεκανών τη νύχτα χρησιμοποιούνται για τη διαίρεση του ημερονυχτίου σε είκοσι τέσσερις ώρες, αφού από την ανατολή του Σώθι, του επικεφαλής δεκανού/αστερισμού, μέχρι την αυγή ανέτειλαν συνολικά δώδεκα αστερισμοί. Ο συσχετισμός των δεκανών με το ζωδιακό επιτελείται την ελληνιστική εποχή, πιθανόν την ίδια εποχή που εισήχθησαν στο σύστημα τα δίσεκτα έτη. Το αρχαιότερο αιγυπτιακό ωροσκόπιο χρονολογείται το 37 π.Χ. και είναι γραμμένο στη δημώδη αιγυπτιακή γλώσσα, ενώ τα ελληνικά ωροσκόπια που έχουν βρεθεί στην Αίγυπτο χρονολογούνται από το 9 π.Χ. Για την αιγυπτιακή αστρολογία βλ. A.-J. Festugière, La Révélation d’ Hermès Trismégiste (Paris, 1944), τόμ. 1, σελ. 115-7· O. Neugebauer, Οι Θετικές Επιστήμες στην Αρχαιότητα, ό.π., σελ. 119-28· του ίδιου, ‘The Egyptian decans’ στου ίδιου, Astronomy and History, ό.π., σελ. 205-9· L. Kákosy, ‘Decans in late Egyptian religion’, Oicoumene 3 (1982), 163-91· T. Barton, Ancient Astrology, ό.π., σελ. 19-21
[26] Η ύπαρξη της ιατρικής μαγείας στην Αίγυπτο δεν αποκλείει και την ύπαρξη της ορθολογικής ιατρικής, που φαίνεται ότι δεν έφτασε μαζί με τους Πτολεμαίους αποικιστές, αλλά προϋπήρχε. Βλ. R. David, ‘Rationality versus irrationality in Egyptian medicine in the Pharaonic and Graeco-Roman periods’ στο H. F. J. Horstmanshoff – M. Stol (επιμ.), Magic and Rationality in Ancient Near Eastern and Graeco-Roman Medicine (Papers of a Conference Organized by the Netherlands Institute for Advanced Study in the Humanities and Social Sciences on 22-3 June 2001) (SAM 27) (Leiden- Boston, 2004), σελ. 142-5. Για την ιατρική μαγεία στην Αίγυπτο πρβ. PGM 7.193-214, 218-21, 260-71· PDM 14.961-5, 970-84 κ.α. Για την τάση της φαραωνικής Αιγύπτου να συσχετίζει τα μέλη του ανθρώπινου σώματος με διάφορες θεότητες βλ. W. R. Dawson, ‘Notes on Egyptian magic’, Aegyptus 11 (1931), 26-7· A. Massart, ‘A propos des "listes" dans les textes funéraires et magiques’, Analecta Biblica 12 (1959), 227-46· P. Chalioungui, ‘Early specialization in ancient Egyptian medicine and its possible relation to an archetypal image of the human organism’, MedHist 13.4 (1969), 383-6. Πρβ. το μαγικό πάπυρο PGM 4.304-21. Ο πάπυρος αυτός προβλέπει την κατασκευή μαγικού ειδωλίου με σκοπό την πρόκληση βλάβης. Η τελετουργία προϋποθέτει την καταγραφή μαγικών λέξεων θεών και δαιμόνων στα διάφορα μέλη του ειδωλίου. Βλ. F. Graf, Η Μαγεία στην Ελληνορωμαϊκή Αρχαιότητα: Πλησιάζοντας τους Θεούς και Βλάπτοντας τους Ανθρώπους (μτφ. Γ. Μυλωνόπουλος) (Ηράκλειο, 2004), σελ. 168-9· πρβ. D. Collins, Magic in the Ancient Greek World (Malden MA- Oxford, 2008), σελ.84-8, 101-3. Ο Φιλόδημος (110-40 π.Χ.) στο έργο του Περὶ ποιημάτων (απόσπ. 2, στ. 2.11-4) αναφέρεται στην αναλογική αντιστοιχία της Δήμητρας με το συκώτι, του Διονύσου με τη σπλήνα και του Απόλλωνα με τη χολή. Ένα ενδιαφέρον παράλληλο παρουσιάζεται στο Απόκρυφο ευαγγέλιο του Ιωάννη (2.1.15-7, έκδ. Σ. Αγουρίδης [επιμ.], Χριστιανικός Γνωστικισμός: Τα Κοπτικά Κείμενα του Nag Hammadi στην Αίγυπτο [Αθήνα, 22004], σελ. 71-2), όπου καταγράφεται ότι για τη δημιουργία του ανθρώπινου σώματος συνέβαλαν θεϊκές οντότητες, κάθε μία από τις οποίες σχετίζεται και με συγκεκριμένο μέλος του σώματος.
[27] Όμηρος, ᾿Ιλιὰς Χ 30-1. Ο αστερισμός του Σείριου θεωρείτο επιβλαβής για τους ανθρώπους, λόγω των ‘καυστικών’ του απορροών. Ο Ησίοδος (῎Εργα καὶ ἡμέραι 587) αναφέρει ότι ο Σείριος καίει το κεφάλι και τα γόνατα των ανθρώπων και ο Κόιντος Σμυρναίος (Τὰ μέθ’ ῞Ομηρον 8.31), τον τέταρτο αιώνα μ.Χ., αναφέρει ότι ο Σείριος είναι αίτιος θλιβερών νόσων.
[28] Ιπποκράτης, Περὶ ἀέρων, ὑδάτων, τόπων 2: οὐκ ἐλάχιστον μέρος ξυμβάλλεται ἀστρονομίη ἐς ἰητρικὴν, ἀλλὰ πάνυ πλεῖστον.
[29] Ό.π., 11.2· του ίδιου, Περὶ ἑβδομάδων 23
[30] Γέμινος, Φιλοκαλία, απόσπ. 1, έκδ. J. Evans- J. L. Berggren, Geminos’s Introduction to the Phenomena: A Translation and Study of a Hellenistic Survey of Astronomy (Princeton, New Jersey, 2006), σελ. 246
[31] Γαληνός, Περὶ κατακλίσεως 1, έκδ. C. G. Kühn, ό.π., τόμ. 19, σελ. 529-30: ὅτι καὶ αὐτοὶ οἱ ἰατροὶ διὰ τὸ περὶ πλείστου ποιεῖσθαι τὸ προορατικὸν μέρος τῆς αὑτῶν τέχνης, τοῦτο τῇ μαθηματικῇ ἐπιστήμῃ ἀπένειμαν, καὶ εἰ μὴ πάντες, κατά γε τὸ πλεῖστον. ῾Ιπποκράτης […] ἀνὰ σκότος γὰρ ἔφη τὴν γνώμην πλανᾶσθαι τῶν τῇ φυσιογνωμίᾳ μὴ χρησαμένων. τὸ δὲ φυσιογνωμονικὸν μέρος τῆς ἀστρολογίας ἐστὶ μέγιστον μόριον.
[32] Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Γαληνός στο έργο του ῞Οτι ταῖς τοῦ σώματος κράσεσι αἱ τῆς ψυχῆς δυνάμεις ἕπονται, στο οποίο φαίνεται να επηρεάζεται όχι μόνο από τον Ιπποκράτη, αλλά και από το έργο Περὶ ζῷων του Αριστοτέλη, συσχετίζει με έμμεσο τρόπο την ιατρική και τη φυσιογνωμική, χρησιμοποιώντας τη θεωρία των χυμών του σώματος. Για τη φυσιογνωμική και την ιατρική βλ. T. Barton, Ancient Astrology, ό.π., σελ. 185· της ίδιας, Power and Knowledge, ό.π., σελ. 97-9· M. Popović, Reading the Human Body: Physiognomics and Astrology in the Dead Sea Scrolls and Hellenistic-Early Roman Period Judaism (PHD diss.) (Groningen, 2006), σελ. 90-1, 93-5· G. Boys-Stones, ‘Physiognomy and ancient psychological theory’ στο S. Swain κ. άλ. (επιμ.), Seeing the Face, Seeing the Soul: Polemon's Physiognomy from Classical Antiquity to Medieval Islam (Oxford- New York, 2007), σελ. 94-110
[33] Ιπποκράτης, Περὶ διαίτης 4.89, πρβ. 3.68. Για τη σχέση αυτήν των άστρων με το περιβάλλον στον Ιπποκράτη βλ. J. Jouanna, Hippocrates (μτφ. M. B. DeBevoise) (Baltimore- London, 1999), σελ. 215-6
[34] Ιπποκράτης, Περὶ φύσεως ἀνθρώπου 7. Πρβ. G. E. R. Lloyd, Polarity and Analogy: Two Types of Argumentation in Early Greek Thought (Cambridge, 1966), σελ. 74-5
[36] Ό.π., 1.10
[37] Ιπποκράτης, Περὶ ἑβδομ. 6.1. Βλ. M. L. West, ‘The cosmology of ‘Hippocrates’, De Hebdomadibus’, CQ (new series) 21.2 (1971), 369-70, 377-9· G. E. R. Lloyd, Polarity and Analogy, ό.π., σελ. 252-3· M. R. Wright, Cosmology in Antiquity, ό.π., σελ. 65-6. Βλ. και A. Momigliano, Ξένη Σοφία: Τα Όρια του Εξελληνισμού στην Αρχαιότητα (μτφ. Α. Κατσιβελάκη) (Αθήνα, 1998), σελ. 200-1. Η πεποίθηση ότι οι θεοί αποτελούνται από τα στοιχεία του φυσικού κόσμου με τον ίδιο τρόπο που το σώμα αναλογεί σε αυτά εντοπίζεται σε διάφορα κείμενα της ελληνορωμαϊκής εποχής. Βλ. ᾿Ορφικοὶ ὕμνοι 66.6-7 και το ορφικό απόσπ. 168.10-30 Kern· Μακρόβιος, Saturnalia 1.20.17· PGM 12.243, 13.771-3, 21.6-7. Βλ. επίσης M. L. West, The Orphic Poems (Oxford, 1983), σελ. 239-41
[38] Οι κοσμογονικοί μύθοι της Βαβυλώνας, αρχικά, και οι μύθοι της Αιγύπτου και της Ελλάδας στη συνέχεια έθεσαν τις βάσεις για τη θεωρία της κοσμικής συμπάθειας με την αναζήτηση μιας κοινής υλικής αρχής για ολόκληρο το σύμπαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Δημόκριτος (απόσπ. 34 Diels- Kranz), ήδη από τον πέμπτο αιώνα π.Χ., είχε χαρακτηρίσει τον άνθρωπο ως μικρὸν κόσμον. Για τη σχέση μακρόκοσμου-μικρόκοσμου στη Βαβυλώνα, Αίγυπτο και Ελλάδα βλ. G. E. R. Lloyd, Polarity and Analogy, ό.π., σελ. 210-303· M. R. Wright, Cosmology in Antiquity, ό.π., σελ. 56-74
[39] Πρόκειται για μια λατινική αναθεωρημένη εκδοχή του Περὶ κατακλίσεως του ψευδο-Γαληνού. Βλ. L. Thorndike, ‘The three Latin translations of the pseudo-Hippocratic tract on astrological medicine’, Janus 49 (1960), 104-29· P. Kibre, ‘Astronomia or Astrologia Ypocratis’ στο E. Hilfstein κ. άλ. (επιμ.), Science and History: Essays in Honor of Edward Rosen (Wroelow, 1978), σελ. 133-56
1 σχόλιο:
«Αστρολογία και Ιατρική: Η Μετάβαση των Ελληνιστικών Χρόνων»,
Good blog, bartering links, chat box, follow http://stikeshealthnurse.blogspot.com http://healthyhumanhealth.blogspot.com
Sorry Promotion:
chat prancis: http://www.linkstoxx.com/invite-accept.php?profile_id=12613
chat dollar: http://birejji.com/index.php?key=51219
thank
Δημοσίευση σχολίου