«Η Θρησκεία Στην Πολιτισμική Διαμόρφωση Της Νεολιθικής Εύφορης Ημισελήνου»,
Στέφανος Κανδηλάρης, Υπ.Διδ. Θρησκειολογίας
Στο γεωγραφικό χώρο που εκτείνεται από την Ανατολία της Μικράς Ασίας, τη Συροπαλαιστίνη και τις γόνιμες όχθες του Νείλου στην Αίγυπτο έως και τη Μεσοποταμία, θα συναντήσουμε τις πρώτες μόνιμες εγκαταστάσεις στην ανθρώπινη ιστορία. Η νεολιθική επανάσταση στην εύφορη ημισέληνο επιφέρει συγκεκριμένες οικονομικές και κοινωνικοπολιτικές μεταβολές. Μια σειρά από μαρτυρίες θρησκευτικής σημασίας παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και εξετάζονται υπό τις ποικίλες ερμηνείες ερευνητών. Παράλληλα το θρησκευτικό γεγονός θεωρείται όχι ως μια αυτόνομη πτυχή της ανθρώπινης ιστορίας αλλά ως μέρος του ευρύτερου συστήματος, που διέπει την ανάπτυξη των ανθρώπινων κοινωνιών.
Οι μεταπτυχιακές σπουδές μου στη βιβλική γραμματεία της Παλαιάς Διαθήκης και ευρύτερα του αρχαίου Ιουδαϊσμού, με έφεραν σε επαφή με το γενικότερο πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό περίγυρο της ανατολικής Μεσογείου και της αρχαίας Μέσης Ανατολής. Η μελέτη της ζωής των λαών, οι οποίοι συνθέτουν το μωσαϊκό του αρχαίου κόσμου που είναι γνωστός σήμερα ως κόσμος της αρχαίας Μέσης Ανατολής, πάρα πολύ νωρίς εντυπωσίασε τους νεότερους ερευνητές και αποτέλεσε πεδίο εργασίας και έρευνας επιμέρους επιστημονικών κλάδων. Η αρχαιολογική σκαπάνη -που αρχικά στερούνταν ειδικευμένης μεθοδολογίας- ήρθε να εμπλουτίσει το πηγαίο υλικό γνώσης αυτού του κόσμου. Οι ιδιαίτερα σημαντικές ανακαλύψεις αμέσως έγιναν αντικείμενο θαυμασμού και έδωσαν ώθηση για περαιτέρω έρευνα. Άρχισαν έτσι να αποκαλύπτονται σπουδαίοι αρχαίοι πολιτισμοί, ενισχύοντας το ενδιαφέρον για διεξοδική διερεύνησή τους. Όταν κατέστη δυνατό να διαβαστούν και να μεταφραστούν τα κείμενα των αρχαίων λαών της ευρύτερης περιοχής, προσφέρθηκαν πλέον οι δυνατότητες να μελετηθούν λεπτομερώς και με αμείωτο το ενδιαφέρον οι πολιτισμοί, που άνθισαν κατά την αρχαιότητα στο γεωγραφικό χώρο της Αιγύπτου και των συνόρων της, της Παλαιστίνης και των γύρω περιοχών, της περιοχής της Μικράς Ασίας έως τη Μεσοποταμία και τον Περσικό Κόλπο. Πολλά πανεπιστημιακά ιδρύματα ανά την υφήλιο εμπλούτισαν το επιστημονικό τους εύρος ιδρύοντας σχολές και τμήματα μελέτης των πολιτισμών που έζησαν και έδρασαν στην αρχαία Εγγύς Ανατολή, όπως αλλιώς ονομάζεται η περιοχή ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα. Με επιστημονική μεθοδολογία πλέον συστηματοποιήθηκαν και οργανώθηκαν οι αρχαιολογικές έρευνες. Αναπόφευκτα συμπληρώθηκε το σύγχρονο πεδίο επιστημονικής έρευνας, με την ανάπτυξη της ιστορίας, της γλωσσολογίας και της μελέτης των θρησκειών των λαών της αρχαίας Μέσης Ανατολής.
Στη σύγχρονη προσέγγιση των πολιτισμών αυτού του αρχαίου κόσμου δεν μπορεί να παραληφθεί η απαίτηση για γνώση όλων εκείνων των στοιχείων που απαρτίζουν τη θρησκευτική πραγματικότητα, την οποία αυτοί οι πολιτισμοί βίωσαν. Η θρησκεία μάλιστα συχνά καθίσταται μείζων παράγοντας προσέγγισης της ιστορικής τους παρουσίας. Έτσι το ειδικότερο αντικείμενο της έρευνας των αρχαίων θρησκειών της περιοχής γνωρίζει μεγάλο αριθμό δημοσιεύσεων σε μονογραφίες και άρθρα τα τελευταία χρόνια[1]. Η γνώση των ιδεών που συνθέτουν την κοσμοθεωρία των λαών της αρχαίας Εγγύς Ανατολής, οι αντιλήψεις τους για τη ζωή και το θάνατο, η θεώρηση του κόσμου καθώς και ο ρόλος του ανθρώπου σ’ αυτόν, αποτελούν βασικό κριτήριο κατανόησης της πολιτιστικής, κοινωνικής και πολιτικής ακόμα φυσιογνωμίας τους. Για να γίνουν περισσότερο κατανοητά τα παραπάνω δεν έχει παρά να σταθεί κανείς στην εμμονή των αρχαίων αιγυπτίων με το γεγονός του θανάτου, στην οποία οφείλουν την ύπαρξη τους οι μνημειώδεις πυραμίδες και τα πάμπολλα λοιπά ταφικά μνημεία με την πληθώρα των παραστάσεων και κειμένων που τα συνοδεύουν. Όλα αυτά αποτελούν σπουδαιότατο πρωτογενές υλικό απαραίτητο στην προσπάθεια κατανόησης και ερμηνείας αυτού του πολιτισμού.
Η έρευνα διαθέτει σήμερα πλέον μια εξαιρετικά μεγάλη ποικιλία υλικού, που εμπλουτίζεται καθημερινά με νέες ανακαλύψεις. Κάθε είδους μνημειακές μαρτυρίες έρχονται συνεχώς στο φως από την αρχαιολογική σκαπάνη. Αυτές επικουρούμενες από το υλικό των γραπτών πηγών, φωτίζουν υπό το πρίσμα της σύγχρονης επιστήμης την ανάπτυξη και εξέλιξη των πολιτισμών του αρχαίου μεσανατολικού κόσμου, καθ’ όλη τη διάρκεια των ιστορικών χρόνων.
Τα πράγματα γίνονται οπωσδήποτε δυσκολότερα, όταν στρεφόμαστε στην προϊστορία, όπου οι γραπτές πηγές απουσιάζουν και η αρχαιολογική σκαπάνη υποχρεούται να εργαστεί με τους περιορισμούς, που της επιβάλλει η αρχαιότατη προέλευση των κατάλοιπων του αρχέγονου ανθρώπινου παρελθόντος. Παρά ταύτα το ενδιαφέρον είναι αμείωτο για το απώτατο παρελθόν του ανθρώπου. Η προϊστορία αποτελεί το βάθρο πάνω στο οποίο θα στηριχτούν οι πολιτισμοί των ιστορικών χρόνων. Έτσι ο εξελισσόμενος επιστημονικός διάλογος επιχειρεί να ανιχνεύσει κομμάτια τόσο της ιστορίας όσο και της προϊστορίας, ώστε να μπορέσει να συνθέσει το ιστορικό μωσαϊκό του παρελθόντος. Αν και είναι αυτονόητος ο κυρίαρχος ρόλος της αρχαιολογίας στο όλο εγχείρημα, η διεπιστημονικότητα αποτελεί γεγονός στην προσπάθεια για τη διερεύνηση του αρχαίου αυτού κόσμου, όπως εξάλλου και σε όλους τους τομείς της σύγχρονης επιστημονικής έρευνας[2].
Σ’ αυτούς λοιπόν τους αρχαιότατους χρόνους της προϊστορίας της Μέσης Ανατολής επιχειρούμε να ειδικεύσουμε. Στρεφόμαστε στην εξέταση του ρόλου της θρησκείας στα πλαίσια της ανάπτυξης και διαμόρφωσης των πολιτισμών της νεολιθικής εύφορης ημισελήνου. Η περιοχή συγκεντρώνει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς εκεί εδραιώθηκαν και αναδείχτηκαν ιστορικά οι πρώτοι μεγάλοι πολιτισμοί της ανθρωπότητας. Στο γεωγραφικό χώρο που εκτείνεται από τις όχθες του Νείλου στην Αίγυπτο, τη Συροπαλαιστίνη ή αλλιώς Λεβάντε, από το γαλλικό Levant που δηλώνει την Ανατολή, την περιοχή της Ανατολίας στη Μικρά Ασία έως και τη Μεσοποταμία, που διαρρέουν ο Τίγρης και ο Ευφράτης, θα συναντήσουμε τις πρώτες μόνιμες εγκαταστάσεις στην ανθρώπινη ιστορία. Αυτές στη συνέχεια θα δώσουν τη θέση τους σε ονομαστούς πολιτισμούς, όπως των Αιγυπτίων, των Σουμερίων, των Ασσυρίων, των Βαβυλωνίων, των Περσών, των Χετταίων και των Φοινίκων. Η γεωγραφική απεικόνιση της περιοχής στο χάρτη μπορεί συνοπτικά να παρασταθεί με το σχήμα της μιας ημισελήνου. Γεγονός που οδήγησε τον αρχαιολόγο του πανεπιστημίου του Σικάγου James Henry Breasted στις αρχές του εικοστού αιώνα να χρησιμοποιήσει στο πεντάτομο κλασικό έργο του Ancient Records of Egypt: Historical Documents from the Earliest Times to the Persian Conquest, collected, edited, and translated, with Commentary[3], τον όρο εύφορη ημισέληνος για να αποδώσει την περιοχή της Εγγύς Ανατολής. Έκτοτε παγιώθηκε ως τεχνικός όρος, και χρησιμοποιείται ευρέως.
Οι κλιματικές συνθήκες ήταν αυτές που αρχικά προσήλκυσαν τις ομάδες των περιπλανώμενων κυνηγών και τροφοσυλεκτών και έπειτα αποτέλεσαν το θεμέλιο λίθο για την ανάπτυξη της οικονομίας των μόνιμων εγκαταστάσεων της περιοχής. Η γεωγραφική αυτή ημισέληνος συγκέντρωνε τις απαραίτητες προϋποθέσεις της εύφορης γης για καλλιέργεια, έτσι ώστε να αναπτύξει τους πρώτους εδραίους οικισμούς και να τους μετεξελίξει στο τέλος της εποχής του λίθου σε σύνθετες αστικοποιημένες κοινωνικές οντότητες. Η μετάβαση στη νεολιθική εποχή αποτελεί μια κρίσιμη καμπή για την πορεία του ανθρωπίνου γένους. Ο προαναφερθείς όρος εισήχθη από τον John Lubbock το 1865 στο έργο του Pre-historic Τimes, as illustrated by ancient remains and the manners and customs of modern savages[4] και αποδίδει καλύτερα ένα εξελικτικό στάδιο στην ανθρώπινη ιστορία, το οποίο σαφώς διαφοροποιείται χρονολογικά από περιοχή σε περιοχή. Στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα ο αρχαιολόγος Vere Gordon Childe χρησιμοποίησε τους όρους νεολιθική επανάσταση και αστική επανάσταση, που επίσης κατέστησαν στη συνέχεια τεχνικές διατυπώσεις. Συνηθέστερος όμως σήμερα είναι ο όρος νεολιθικοποίηση, που αποδίδει τη μετάβαση στο νεολιθικό τρόπο ζωής. Σε πολύ αδρές γραμμές μιλάμε για πολύ σημαντική αλλαγή στον τρόπο ζωής, που συνεπάγεται ριζική μεταβολή στην οικονομία των πληθυσμών της εποχής. Ο περιπλανώμενος τροφοσυλέκτης και κυνηγός homo sapiens εγκαθίσταται μόνιμα πλέον σε συγκεκριμένες θέσεις, δαμάζει καλύτερα το περιβάλλον του και παράγει μόνος του την τροφή του. Η εξημέρωση των φυτών και των ζώων συνδυάζεται με τεχνολογικές και κοινωνικές μεταβολές, που οι ειδικοί αποκάλεσαν επανάσταση. Αποφεύγοντας ιδιαίτερες αρχαιολογικές συζητήσεις, μπορούμε να τοποθετήσουμε το χρονικό ορίζοντα στον οποίο θα κινηθούμε περίπου ανάμεσα στο 9500 π.Χ. και το 4500 π.Χ. Για λόγους μεθοδολογικούς δε θα προχωρήσουμε στη χαλκολιθική εποχή μετά περίπου το 4500 π.Χ. Η προαναφερθείσα περίοδος βέβαια υποδιαιρείται σε διακριτές ανά περιοχή τεχνολογικά υποπεριόδους. Πρέπει ακόμα να τονίσουμε επί του παρόντος, πως οι προϋποθέσεις της επιτευχθείσας πολιτισμικής αλλαγής ανιχνεύονται ήδη από την προηγούμενη περίοδο, που οι ειδικοί ονομάζουν επιπαλαιολιθική εποχή. Για τα αίτια των αλλαγών η συζήτηση ανάμεσα στους ειδικούς συνεχίζεται[5].
Στα πρώτα αυτά χωριά οι οικονομικές μεταβολές επιφέρουν οπωσδήποτε και ανάλογες μεταβολές στην κοινωνική οργάνωση. Οι κοινωνικές δομές προφανώς γίνονται πιο σύνθετες και συγκεκριμένα άτομα πιθανόν να αναλαμβάνουν ειδικότερους κοινωνικούς ρόλους. Πιο ειδικευμένες τεχνικές στην εργασία εμφανίζονται και κάποιοι ανθρωπολόγοι θέτουν το θέμα της στοιχειώδους τουλάχιστον εργασιακής εξειδίκευσης, που σε βάθος χρόνου θα οδηγήσει σε καταμερισμό της εργασίας με τις απαραίτητες ειδικεύσεις της. Σαν αποτέλεσμα η τεχνολογία των εργαλείων βελτιώνεται και οι καλλιτεχνικές δημιουργίες διευρύνονται σε σημαντικό βαθμό.
Μέσα σε ένα τέτοιο πολιτιστικό περιβάλλον, που γνωρίζει για πρώτη φορά η ανθρώπινη ιστορία, ποια άραγε είναι η θέση της θρησκείας; Σε ποιο βαθμό επηρεάζει τις ευρύτερες πολιτισμικές εξελίξεις ή επηρεάζεται από αυτές μέχρι να φτάσουμε στις σύνθετες κοινωνικές δομές των αστικών κέντρων των ιστορικών χρόνων; Πρέπει εδώ να παρατηρήσουμε, πως κάνουμε βέβαια λόγο για προϊστορία οι κοινότητες όμως αυτής της περιόδου στην εύφορη ημισέληνο έχουν απομακρυνθεί πάρα πολύ, όπως είπαμε, από αυτό που γνωρίζουμε ως τρόπο ζωής στην παλαιολιθική εποχή. Οι τεχνολογικές εξελίξεις καθίστανται ταχύτατες σε σχέση με το παρελθόν και η δημογραφική άνοδος δίνει σημαντική ώθηση στη διαμόρφωση των νέων οικισμών. Κάποιοι μάλιστα από αυτούς διευρύνονται πάρα πολύ και μας προϊδεάζουν ολοένα και περισσότερο για τους οικισμούς των ιστορικών χρόνων. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη και τις ερμηνείες που αποδίδουν θρησκευτική χρήση σε καλλιτεχνικές δημιουργίες και ταφικά ευρήματα των παλαιολιθικών χρόνων, η παρουσία της θρησκείας εδώ πρέπει να είναι περισσότερο εμφανής. Στο σημείο αυτό ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα για τη μελέτη της περιόδου. Την έλλειψη γραπτού λόγου. Αυτό καθιστά αρκετά ευέλικτη την ερμηνεία των λοιπών αρχαιολογικών ευρημάτων. Ένα δεύτερο σημαντικό πρόβλημα είναι η αρχαιότατη προέλευση του μνημειακού υλικού της περιόδου. Αναγκαστικά τα όποια ευρήματα είναι αναλογικά λίγα, όσα η ίδια η φύση τους επέτρεψε να διατηρηθούν ως τις μέρες μας και φυσικά στην κατάσταση που τους επέτρεψε να διατηρηθούν. Επιστρατεύονται βέβαια σήμερα σύγχρονες τεχνολογικές εφαρμογές και εξελιγμένες μέθοδοι, που επικουρούν τους αρχαιολόγους αλλά δεν είναι εύκολο να λυθούν όλα τα προβλήματα. Έτσι συμβαίνει στη βιβλιογραφία να συζητείται η πιθανότητα απόδοσης ή όχι θρησκευτικής ερμηνείας σε ευρήματα της νεολιθικής εύφορης ημισελήνου. Αποφεύγοντας φυσικά να εισέλθουμε στο χώρο των αρχαιολόγων περιοριζόμαστε σε ερμηνείες, που πέτυχαν μιας σχετικά γενικότερης αποδοχής και επιλέγουμε να προσεγγίσουμε τη θρησκευτικότητα της νεολιθικής εύφορης ημισελήνου μέσα από συγκεκριμένες πτυχές της, που στηρίζονται σε ευρήματα λιγότερο διαφιλονικούμενων ερμηνειών.
Τα στοιχεία βάσει των οποίων σχολιάζουμε τις όποιες μορφές θρησκευτικότητας δύσκολα μπορούν να αποχαρακτηριστούν από θρησκευτικά. Από και πέρα όμως η ιδιαίτερη λειτουργία τους και σημασία τους ανοίγει πάλι επιμέρους συζητήσεις. Συνοψίζοντας πολύ γενικά μπορούμε να προσεγγίσουμε τον προβληματισμό για τη θρησκευτική σημασία των ειδωλίων της γνωστής «μητέρας θεάς» και για τον πιθανό θρησκευτικό ρόλο των παραστάσεων και ειδωλίων της μορφής του ταύρου. Η σύγχρονη έρευνα με μια πιο διευρυμένη οπτική εξετάζει τη συμβολική του φύλου και τις παραστάσεις από το ζωικό κόσμο. Πέραν τούτων ιερές στήλες κάνουν έντονη την παρουσία τους και παράλληλα βωμοί και ιερά δε λείπουν. Πολλά άλλα αγαλματίδια, που συνιστούν μια πρόσθετη καλλιτεχνική έκφραση και με κάποιο τρόπο συνδέονται με τα παραπάνω ιερά, θα μπορούσαν να ερμηνευθούν θρησκευτικά. Εκεί βέβαια που όλοι στέκονται είναι στα κατάλοιπα νεκρικών πρακτικών, τα οποία μας δίνουν τη δυνατότητα να κάνουμε λόγο μάλλον και για τελετουργίες. Γι’ αυτό το τελευταίο μπορούμε να βρούμε πλούσιο υλικό από πολλές νεολιθικές εγκαταστάσεις της εύφορης ημισελήνου. Με λίγα λόγια, μπορεί να επιχειρηθεί η ανάλυση της πιθανής θρησκευτικής σημασίας στοιχείων στο εύρος των προαναφερθέντων.
Σε μια δεύτερη φάση από τη μελέτη των παραπάνω προκύπτουν συγκεκριμένα συμπεράσματα, τα οποία εξετάζουμε υπό τις ερμηνείες ερευνητών, που απέχουν χρονικά και ιδεολογικά μεταξύ τους. Μπορούμε ενδεικτικά να αναφέρουμε ορισμένους από τους πλέον σημαντικούς στην ιστορία της έρευνας. Ο μαρξιστής Vere Gordon Childe, εργάστηκε στο πρώτο μισό του προηγούμενου αιώνα και το έργο του διέπεται από μια αυστηρή κοινωνικοοικονομική θεώρηση[6]. Στους νεώτερους χρόνους ο γάλλος Jacques Cauvin αποδίδει τη σύλληψη της έννοιας της θεότητας σε μια πολιτισμική μετάλλαξη, που λαμβάνει χώρα στη νεολιθική Εγγύς Ανατολή και την οποία ο ίδιος ονομάζει «επανάσταση των συμβόλων». Το σύγγραμμά του Γέννηση των Θεοτήτων , Γέννηση της Γεωργίας, Η Επανάσταση των Συμβόλων στη Νεολιθική Εποχή, όπου μεθοδικά εκθέτει τις θέσεις του, έχει κάνει το γύρο του κόσμου[7]. Για τον Jacques Cauvin τα οικονομιστικά μοντέλα πρέπει να εγκαταλειφθούν χάριν μιας ερμηνείας που εστιάζει στην ιδεολογική μεταβολή, η οποία συντελέστηκε σ’ αυτές τις προϊστορικές κοινότητες και οδήγησε στη σύλληψη της έννοιας της θεότητας. Εξέχουσα παρουσιάζεται και η θεωρητική σκέψη του Ian Hodder[8], περίφημου ανασκαφέα μετά τον James Mellaart, του φημισμένου νεολιθικού οικισμού του Çatalhöyük στην Τουρκία.
Με την εργασία μας σαφώς δε στοχεύουμε σε μια εγκυκλοπαιδική καταγραφή της κάθε πιθανής πτυχής θρησκευτικότητας στη νεολιθική εύφορη ημισέληνο[9] αλλά σε μια ερμηνευτική προσέγγιση της θρησκείας στα πλαίσια της συγκεκριμένης πολιτισμικής διαμόρφωσης και υπό το ερμηνευτικό πρίσμα νεώτερων θεωρητικών προσεγγίσεων[10]. Θεωρούμε το θρησκευτικό γεγονός όχι ως μια αυτόνομη πτυχή της ανθρώπινης ιστορίας αλλά ως μέρος του ευρύτερου συστήματος, που διέπει την ανάπτυξη των ανθρώπινων κοινωνιών. Σε μια τέτοια προοπτική δεν μπορούμε να παραβλέψουμε στοιχεία, όπως ο φυσικός κόσμος, η θέση του ανθρώπου στο συγκεκριμένο περιβάλλον και η σχέση που διαμορφώνει μαζί του. Παράλληλα οι τεχνολογικές εξελίξεις και οι οικονομικές αλλαγές συνεπάγονται αυτόματα και μια νέα κοινωνική πραγματικότητα, η οποία δεν πρέπει να παραθεωρείται, στην όποια διαμόρφωση και εξέλιξη των θρησκευτικών ιδεών της εποχής. Σε κάθε περίπτωση η θρησκεία λειτουργεί στη συνάρτηση ιστορικών και πολιτισμικών δράσεων. Ό,τι κατάφερε να σωθεί από αυτό το αρχαιότατο παρελθόν αποτελεί σιωπηλό μάρτυρα. Η τέχνη επικουρεί όπως πάντα την αναζήτηση της ιστορίας της θρησκείας, καθώς η κάθε καινούργια πολιτισμική δυναμική που αναπτύσσεται βρίσκει έκφραση μέσα από την καλλιτεχνική δημιουργία.
Δε θα ειδικεύσουμε περισσότερο επί του παρόντος, καθώς η εργασία μας βρίσκεται σε εξέλιξη και στην πορεία παρουσιάζονται νέες ενδιαφέρουσες πτυχές. Τα όποια συμπεράσματα απαιτούν πολύ προσεκτικές διατυπώσεις και λεπτομερή έλεγχο, μιας και σε κάθε περίπτωση δεν επιδιώκουμε απλά να περιγράψουμε κάποιες πιθανές επιφανειακές εκδηλώσεις της ανθρώπινης ιστορίας. Η θρησκεία εξάλλου, σύμφωνα και με μια διατύπωση του καθηγητή Γρηγορίου Ζιάκα, «είναι ένα πολύπλοκο σύστημα διδασκαλιών, δοξασιών, πίστεων και πεποιθήσεων, εσωτερικών εμπειριών και ελπίδων, που δίνουν νόημα στην ύπαρξη του ανθρώπου»[11].
[1] Ενδεικτικό της ανάπτυξης έντονου ενδιαφέροντος των ερευνητών αποτελεί η έκδοση από το έτος 2001 του αμιγώς θρησκειολογικού περιοδικού Journal of Ancient Near Eastern Religions (JANER).
[2] Βλ. χαρακτηριστικό παράδειγμα διεπιστημονικής έρευνας στο χώρο στο συλλογικό τόμο Religion in the Emergence of Civilization, Çatalhöyük as a Case Study, Ian Hodder (εκδ.), Cambridge, New York: Cambridge University Press, 2010.
[3] Το κλασικό αυτό έργο του James Henry Breasted, που εισάγει τον όρο «εύφορη ημισέληνος», περιέχει σημαντικά κείμενα της αρχαίας Αιγύπτου μεταφρασμένα και σχολιασμένα στην αγγλική γλώσσα. Πρωτοεκδόθηκε από το πανεπιστήμιο του Σικάγου κατά τα έτη 1906 – 1907 και έκτοτε αποτέλεσε σημαντικό εργαλείο για τους ειδικούς. Η σπουδαιότητά του έργου φαίνεται από το γεγονός ότι επανεκδόθηκε ακόμα και το 2001 από το πανεπιστήμιο του Ιλινόις. Βλ. James Henry Breasted, Ancient Records of Egypt, τομ. 1-4, Campaign: University of Illinois Press, 2001. (Ο πέμπτος τόμος της αρχικής έκδοσης περιελάμβανε πίνακες ευρετηρίων Βλ. James Henry Breasted, Ancient Records of Egypt, Historical Documents from the Earliest Times to the Persian Conquest, collected, edited, and translated, with Commentary, τομ. 5, Chicago: University of Chicago Press, 1907).
[4] John Lubbock, Pre-historic Τimes, as illustrated by ancient remains and the manners and customs of modern savages, London: Williams & Norgate, 1865 . Το έργο σε ηλεκτρονική μορφή διατίθεται και από την Google στην παρακάτω διεύθυνση: http://www.google.com/books?id=sYUBAAAAQAAJ&hl=el
[5] Για γενική ενημέρωση στη νεολιθική Εγγύς Ανατολή βλ. Thomas E. Levy, The Neolithic and Chalcolithic (Pre-Bronze Age) Periods in the Near East, στο Brian M. Fagan (εκδ.), The Oxford Companion to Archaeology, Oxford: Oxford University Press, 1996, σελ. 491- 494. Για θέματα ορολογίας και για τα αίτια της μετάβασης στην αγροτική οικονομία βλ. Chris Scarre, The World Transformed: From Foragers and Farmers to States and Empires, στο: Chris Scarre (εκδ.), The Human Past, World Prehistory and the Development of Human Societies, London: Thames and Hudson, 2005, σελ. 182, 186-187.
[6] Ενδεικτικά για τον Vere Gordon Childe βλ. Andrew Sherratt, V. Gordon Childe: Archaeology and Intellectual History, Past and Present 125 (1989),σελ.151-185 και το παλαιότερο δημοσίευμα του Robert J. Braidwood, Vere Gordon Childe 1892-1957, American Anthropologist, New Series 60 ( 1958), σελ.733-736.
[7] Οι Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης με μια εξαίρετη έκδοση, προσέφεραν μεταφρασμένο στην ελληνική γλώσσα το αρχαιολογικό και φιλοσοφικό αυτό έργο του J. Cauvin. Βλ. Jacque Cauvin, Γέννηση των Θεοτήτων, Γέννηση της Γεωργίας, Η Επανάσταση των Συμβόλων στη Νεολιθική Εποχή (Ελληνική Μετάφραση: Σοφία Πρέβε, Επιστημονική Επιμέλεια: Κατερίνα Κόπακα – Νικήτας Λιανέρης), Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2004.
[8] Από την πληθώρα των έργων του σπουδαίου αυτού ερευνητή στην ελληνική γλώσσα κυκλοφορεί το Ian Hodder, Διαβάζοντας το Παρελθόν, Τρέχουσες Ερμηνευτικές Προσεγγίσεις στην Αρχαιολογία (Ελληνική Μετάφραση: Π. Μουτζουρίδης – Κ. Νικολέντζος – Μ. Τσούλη, Επιστημονική Επιμέλεια: Κώστας Κωτσάκης), Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2002, το οποίο μεταφράστηκε από τα αγγλικά και σε πολλές άλλες γλώσσες.
[9] Κάτι τέτοιο θα έπρεπε να αποτελεί συλλογικό έργο πολλών ειδικών και οπωσδήποτε διαφεύγει των προθέσεων μας.
[10] Αξιόλογες νέες θέσεις προκύπτουν από την εφαρμογή γνωσιακών θεωριών στη μελέτη του ιστορικού παρελθόντος της θρησκείας. Βλ. χαρακτηριστικά Whitehouse Harvey –Luther H. Martin (εκδ.), Theorizing Religions Past: Archaeology, History and Cognition, Oxford: Altamira Press, 2004 και Colin Renfrew, The Archaeology of Ritual, of Cult, and of Religion,στο Evangelos Kyriakidis (εκδ.) The Archaeology of Ritual, Cotsen Advanced Seminars Series,τομ. 3, Los Angeles: Cotsen Institute of Archaeology UCLA, 2007.
[11] Γρηγορίου Ζιάκα, Θρησκειολογία, Η Θρησκεία των Προϊστορικών Κοινωνιών και των Αρχαίων Λαών, Θεσσαλονίκη: Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη,1990, σελ. 31.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου