Ολυμπία Παναγιωτίδου, Υπ.Διδ. Θρησκειολογίας
Το κείμενο εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο η συμμετοχή στη μυστηριακή λατρεία του Μίθρα είχε ως αποτέλεσμα μία μεταμόρφωση της ταυτότητας των μυημένων στη λατρευτική συνάφεια, η οποία επεκτεινόταν στο ευρύτερο πλαίσιο της ζωής τους και καθόριζε νέες, διαφορετικές γραμμές δράσης. Η θεωρία του Mark Johnson για την αφηγηματική διάσταση της ανθρώπινης εμπειρίας χρησιμοποιείται ως το θεωρητικό πλαίσιο για μία κατανόηση του ευρύτερου αντίκτυπου που είχε η μύηση στα μιθραϊκά μυστήρια στη συγκρότηση της ταυτότητας των μυημένων. Στο πλαίσιο αυτό διερευνάται η ενσωμάτωση της εμπειρίας της μύησης στην ευρύτερη αφηγηματική συγκρότηση της ζωής των Μιθραϊστών, που μεταμόρφωνε το ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο ο οποίο ο χαρακτήρας, οι σκέψεις και οι πράξεις των ανθρώπων αποκτούσαν νόημα και έδινε μία νέα διάσταση στον τρόπο με τον οποίο οι μυημένοι σκέφτονταν και αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους, τον κόσμο και όλα αυτά που τους περιέβαλλαν.
Ο Μιθραϊσμός ήταν μία μυστηριακή λατρεία προς τιμή του θεού Μίθρα που διαδόθηκε ευρέως στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία κατά τους τρεις πρώτους αιώνες μ.Χ.. Αποτελούσε ένα αυτόνομο και οργανωμένο θρησκευτικό σύστημα με μία απόλυτα εσωτερική-μυητική δομή που αποκάλυπτε την κρυμμένη κοσμική τάξη, η οποία μπορούσε να βοηθήσει τους μυημένους να ξεπεράσουν τη φαινομενικά χαοτική μορφή του κόσμου. [1] Η μύηση στα μιθραϊκά μυστήρια παρείχε στους μυημένους μία νέα θεώρηση του κόσμου που καθόριζε τις ουσιώδεις αρχές με βάση τις οποίες οι ίδιοι αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους και τις σχέσεις τους με τους άλλους.
Καθώς η ίδια η διαδικασία μέσα από την οποία οι άνθρωποι αποκτούν αίσθηση του εαυτούς τους και διαμορφώνουν την ταυτότητά τους καθορίζεται από γνωσιακές αρχές και διεργασίες που διέπουν την ανθρώπινη νόηση κατά την αλληλεπίδραση του ατόμου με το περιβάλλον του, η διερεύνηση αυτών των γνωσιακών διεργασιών μπορεί να βοηθήσει στην κατανόηση του τρόπου με τον οποίο οι ίδιοι οι Μιθραϊστές βίωναν τη συμμετοχή τους στα μυστήρια και των συνεπειών που μια τέτοια εμπειρία είχε στον τρόπο που αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους.
Οι γνωσιακές νευροεπιστήμες προσφέρουν μία εξαιρετικά πλούσια δυνατότητα για τη μελέτη και κατανόηση των νοητικών εκείνων διαδικασιών και καταστάσεων που έχουν ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση της συνείδησης του ατόμου και τη συγκρότηση μίας συγκεκριμένης αίσθησης και αντίληψης του εαυτού του.[2]
Ιδιαιτέρως, το ενδιαφέρον των γνωσιακών επιστημόνων έχει προσελκύσει η αφήγηση η οποία θεωρείται ως ένα αποτελεσματικό νοητικό εργαλείο που βοηθά τους ανθρώπους να αποκτούν μία αίσθηση του εαυτού τους.[3] Ωστόσο, αναφορικά με τη θρησκεία, η έννοια της αφήγησης δεν περιορίζεται στα αφηγηματικά μέσα που χρησιμοποιούν οι διάφορες θρησκευτικές παραδόσεις για τη μετάδοση των πεποιθήσεων και διδασκαλιών τους (ιεροί μύθοι, ιερά κείμενα, κηρύγματα κλπ.), αλλά επεκτείνεται σε κάθε είδους αυτοβιογραφική αφήγηση, η οποία επιτρέπει στο άτομο να τοποθετεί τον εαυτό του μέσα στο χώρο και το χρόνο και να διατηρεί μία αίσθηση εσωτερικής σύνδεσης του παρελθόντος και του παρόντος του που του επιτρέπει να προετοιμάζεται για το μέλλον.[4]
Υπό αυτήν τη οπτική, η αφήγηση είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη του ατόμου και για την αυτοαντίληψή του.[5] Ιδιαίτερα, στην παρουσίαση χρησιμοποιείται η θεωρία που ανέπτυξε και διατύπωσε ο Mark Johnson[6] για την αφηγηματική διάσταση της ανθρώπινης εμπειρίας ως ένα κατάλληλο θεωρητικό πλαίσιο για την κατανόηση της ευρύτερης επίδρασης της μύησης στα μιθραϊκά μυστήρια στη συγκρότηση της ταυτότητας των μυημένων. Η προσέγγισή του, καθώς δίνει έμφαση στις διαδικασίες κατηγοριοποίησης και εννοιολογικής αφομοίωσης της ανθρώπινης εμπειρίας κατά την αλληλεπίδραση του ατόμου με τον κόσμο, μπορεί να συμβάλλει στην κατανόηση του τρόπου με τον οποίο οι Μιθραϊστές αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους στο πλαίσιο της συγκεκριμένης κοσμοθεώρησης.
Οι άνθρωποι υπάρχουν μέσα και μέσω του χρόνου και βρίσκονται τοποθετημένοι σε έναν ιδιαίτερο κόσμο όπου κινούνται και ενεργούν στο πλαίσιο μίας αδιάλειπτης διαδικασίας αντίληψης, εννοιολογικής αφομοίωσης και βίωσης όσων τους περιβάλλουν. Το σώμα τους είναι η έδρα της τοποθέτησής τους στον κόσμο, ενώ ο αισθησιοκινητικός εξοπλισμός τους σε συνδυασμό με ειδικές δομές του εγκεφάλου τους, όπως έχουν διαμορφωθεί κατά την πορεία της εξέλιξης του ανθρώπινου είδους, παρέχουν στους ανθρώπους την ικανότητα να αντιλαμβάνονται, να αλληλεπιδρούν και να μεταχειρίζονται το υλικό τους περιβάλλον.[7] Οι εμπειρίες τους, ωστόσο, δεν περιορίζονται στο παρόν, αλλά ένα σημαντικό μέρος τους καταγράφεται στα μνημονικά συστήματα κάθε ατόμου, και συνεχώς συγκροτούνται και επανασυγκροτούνται από τα συστήματα αυτά επηρεάζοντας τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι σχεδιάζουν τις πράξεις τους και αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους σε αλληλεπίδραση με το περιβάλλον.
Σύμφωνα με τον Johnson, η έννοια της αφήγησης δεν περιορίζεται στη γλωσσική ή κειμενική διήγηση ιστοριών, αλλά αναφέρεται στο συνθετικό χαρακτήρα των εμπειριών που οι άνθρωποι συνεχώς επεξεργάζονται και επαναοργανώνουν προκειμένου να κατανοήσουν αυτές τις εμπειρίες, να συλλάβουν το νόημα από κάθε τι που τους συμβαίνει, να επιζήσουν στο περιβάλλον τους και να βελτιώσουν την ποιότητα της ζωής τους. Η γνώση για τον ‘εαυτό’ του ατόμου βασίζεται στις διαδικασίες αντίληψης και εννοιολογικής αφομοίωσης της ιδιωτικής εμπειρίας, ενώ η αφήγηση παρέχει την ευρύτερη συνάφεια που μεταμορφώνει τα απλά, αποσπασματικά και απομονωμένα προσωπικά γεγονότα σε σημαντικές ανθρώπινες πράξεις που αποτελούν μέρος μίας ευρύτερης ιστορίας της ζωής ενός ατόμου.[8]
Στην καθημερινή αλληλεπίδρασή τους με το περιβάλλον, οι άνθρωποι συγκροτούν αφηγήσεις με τις οποίες τοποθετούν τους εαυτούς τους στο χώρο και το χρόνο και προσπαθούν να καταλάβουν τη σημασία και το νόημα των πράξεών τους.[9] Αυτές οι αφηγήσεις επηρεάζονται από την ευρύτερη συνάφεια στην οποία εντάσσονται και εξελίσσονται, και η οποία εισάγει ιδιαίτερους περιορισμούς στη συγκρότηση της ταυτότητας του ‘εαυτού’. Έτσι, η διάταξη και οι ουσιώδεις αρχές της αφήγησης θεμελιώνονται σε έναν ιδιαίτερο κόσμο, ο οποίος είναι συγχρόνως φυσικός, ιστορικός, πολιτισμικός και διαπροσωπικός και παρέχει το υπόδηλο, σιωπηλό υπόβαθρο για τον τρόπο με τον οποίο ένα άτομο θα συγκροτήσει την ταυτότητά του.[10][11] Υπό αυτήν την προοπτική, η ταυτότητα του ατόμου δεν αποτελεί μία σταθερή, αμετάβλητη οντότητα, αλλά συνιστά μία οντότητα εν εξελίξει που αναδύεται μέσα από μία συνεχή διαδικασία φυσικών, κοινωνικών, πολιτισμικών και διαπροσωπικών αλληλεπιδράσεων που αλληλοσυνδέονται με τις πράξεις, τις επιλογές, τους στόχους και τους συλλογισμούς των ανθρώπων. Η βιολογική δομή του σώματος και του εγκεφάλου των ανθρώπων, τα συμβολικά συστήματα τα οποία κληρονομούν, οι κοινωνικοί ρόλοι που είναι διαθέσιμοι σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή και οι δεσμεύσεις που προκύπτουν από τις ιδιαίτερες σε κάθε περίπτωση πολιτισμικές, θρησκευτικές και κοινωνικές παραδόσεις χαράσσουν τα όρια μέσα στα οποία τα άτομα μπορούν να αναπτύξουν την ταυτότητά τους με το πέρασμα του χρόνου, καθώς μεταμορφώνουν τις εμπειρίες τους ως απόκριση στις ποικίλες ευκαιρίες που παρέχει ο εξελισσόμενος κόσμος. Ωστόσο, αυτά τα όρια και οι περιορισμοί, που συνεπάγονται οι παραπάνω παράγοντες, δεν είναι αυστηρά καθορισμένα. Αντίθετα, καθώς οι άνθρωποι προσπαθούν να υπερβούν τους ιδιαίτερους ρόλους τους και επιλέγουν να υιοθετήσουν νέους, μεταβάλλουν το σχήμα και τη μορφή του αντιληπτού κόσμου. Αυτή η μετριοπαθής ελευθερία τους, που περιορίζεται ως κάποιο βαθμό από την φυσικά και πολιτισμικά ενταγμένη συνείδηση του εαυτού τους, αποτελεί κατ’ επέκταση τη βάση για την κοινωνική μεταμόρφωση σε ευρεία κλίμακα.
Υπό αυτήν την προοπτική, η ταυτότητα του ατόμου δεν αποτελεί μία σταθερή, αμετάβλητη οντότητα, αλλά συνιστά μία οντότητα εν εξελίξει που αναδύεται μέσα από μία συνεχή διαδικασία φυσικών, κοινωνικών, πολιτισμικών και διαπροσωπικών αλληλεπιδράσεων που αλληλοσυνδέονται με τις πράξεις, τις επιλογές, τους στόχους και τους συλλογισμούς των ανθρώπων. Όλες οι ανθρώπινες πράξεις καθοδηγούνται από ιδιαίτερες προθέσεις και εντάσσονται στα ευρύτερα σχέδια που διασφαλίζουν την επιβίωση και την περαιτέρω βελτίωση των συνθηκών ζωής. Ωστόσο, αυτές οι πράξεις δεν είναι απομονωμένες, αποσπασματικές ενέργειες που αποκρίνονται απλά σε άμεσες κρίσιμες καταστάσεις και επείγουσες ανάγκες, αλλά αποκτούν ιδιαίτερο νόημα μέσω της ένταξής τους σε μια ευρύτερη ιστορία ζωής που επιφέρει ενσωμάτωση και ενοποίηση των προσωπικών εμπειριών. Ακόμη και αν η ‘εξαγωγή νοήματος’ δεν αποτελεί πρωταρχικό μέλημα, οι άνθρωποι αγωνίζονται να αποκτήσουν ένα βαθμό συνθετικής ενότητας των εμπειριών τους προκειμένου να κατανοήσουν τις ίδιες τους τις πράξεις, να κρίνουν τους στόχους τους και να προβάλλουν τους εαυτούς τους στο μέλλον.[12] Ιδιαίτερες πολιτισμικές παραδόσεις, αρχές ηθικής, θεσμοί, κοινωνικοί ρόλοι και συμβολικά συστήματα επηρεάζουν την αφηγηματική συγκρότηση σύμφωνα με την οποία το άτομο εξελίσσει τον εαυτό του, ο οποίος συνεχώς μεταμορφώνεται και με τη σειρά του μεταμορφώνει τις προϋπάρχουσες δομές νοήματος και δράσης.
Στην περίπτωση του Μιθραϊσμού, οι θεμελιώδεις μεταμορφώσεις που σημειώθηκαν στο κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό πεδίο, μετά τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου, στην ευρύτερη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου και το νέο κοσμολογικό μοντέλο, που απέκτησε συστηματική μορφή από τον Κλαύδιο Πτολεμαίο, ανασχημάτισαν τη δομή και τη μορφή του αντιληπτού κόσμου και διαμόρφωσαν περαιτέρω μια νέα φυσική, πολιτική και πολιτισμική συνάφεια μέσα στην οποία οι άνθρωποι αγωνίζονταν να επιβιώσουν και να δώσουν νόημα στη ζωή τους. Σε αυτό το πλαίσιο, αναδύθηκε και εξαπλώθηκε η λατρεία του Μίθρα, η οποία προσέφερε μία νέα, εναλλακτική προοπτική έναντι των παραδοσιακών πρακτικών και πεποιθήσεων της αρχαίας ελληνικής θρησκείας.[13] Η παραδοσιακή ολύμπια θρησκεία συγκροτούσε το τοπικό, παραδοσιακό θρησκευτικό περιβάλλον της ελληνικής πόλης στο οποίο οι πολίτες εντάσσονταν απευθείας με τη γέννησή τους και ενσωμάτωναν ρόλους, πρακτικές και αρχές συμπεριφοράς που υπαγόρευε η συγκεκριμένη παράδοση.[14] Η μιθραϊκή λατρεία, από την άλλη πλευρά, αποτελούσε ένα ιδιαίτερο θρησκευτικό σύστημα, το οποίο συνέπιπτε με τα μυστήριά του και παρείχε τους μυημένους μία σταθερή θεώρηση του κόσμου που λειτουργούσε ως το ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο η ύπαρξή τους αποκτούσε νόημα.[15] Η μύηση στα μυστήρια του Μίθρα σηματοδοτούσε μία μετάβαση στη ζωή των μυημένων, η οποία πραγματοποιούνταν μέσα από συγκεκριμένες, καθιερωμένες πρακτικές και συνεπαγόταν μία μεταμόρφωση του τρόπου με τον οποίο τα άτομα αντιλαμβάνονταν τον κόσμο και τον εαυτό τους. Υπό αυτήν την οπτική, η μυητική διαδικασία ήταν ενσωματωμένη στην ιδιαίτερη συνάφεια μίας αρχετυπικής ιστορίας ζωής και βιώνονταν από τους μυημένους ως ‘σημείο καμπής’ στην ευρύτερη αφηγηματική συγκρότηση της ζωής τους.[16] Κατ’ επέκταση, η μυητική τελετουργία είχε ως υπόβαθρο μία ιδιαίτερη ιστορία, καθώς λάμβανε χώρα σε μία συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, σε ένα συγκεκριμένο μέρος και εντασσόταν σε μία ιδιαίτερη πολιτισμική παράδοση. Αποτελείτο, συνεπώς, από μία ακολουθία αλληλοσυνδεόμενων σεναρίων, που συνυφαίνονταν σε ένα ευρύτερο αφηγηματικό πλαίσιο, και μπορούσε να αναφέρεται στην ιστορία της ζωής του μυημένου ως ένα γεγονός που ‘άλλαξε τον εαυτό’ του.[17]
Η μύηση στα μιθραϊκά μυστήρια αποτελούνταν από σημαντικές και πολύπλοκες πράξεις, αφού υπήρχαν εφτά μυητικές βαθμίδες, κάθε μια από τις οποίες πιθανότατα προϋπέθετε ιδιαίτερες τελετουργίες, με προετοιμασίες και δοκιμασίες, που θα είχαν ως αποτέλεσμα την ενσωμάτωση των μυημένων στη λατρευτική κοινότητα.[18] Οι τρεις πρώτες βαθμίδες, των οποίων τα ονόματα ήταν Κόραξ, Νύμφος (ή Έμβρυο ή Χρυσαλλίς) και Στρατιώτης, ήταν προπαρασκευαστικές για τις ακόλουθες τρεις βαθμίδες του Λέοντα, του Πέρση και του Ηλιοδρόμου, οι οποίες με τη σειρά τους οδηγούσαν σταδιακά στην ανώτερη βαθμίδα του Πατέρα.[19]
Η αντίληψη και ο προσδιορισμός της ταυτότητας ενός ατόμου μετά τη μύησή του σε μια ιδιαίτερη βαθμίδα βασιζόταν καταρχήν σε ιδέες και χρήσεις της γλώσσας οι οποίες δεν μπορούσαν να κατανοηθούν ούτε κυριολεκτικά ούτε με αναφορά στις συνηθισμένες σημασίες των λέξεων. Όταν, για παράδειγμα, κάποιος ήταν μυημένος στη βαθμίδα του Κόρακα ή του Λέοντα, συγκεκριμένες μεταφορικές επεκτάσεις της κυριολεκτικής σημασίας των όρων επέτρεπαν να μεταφερθούν νοητικές εικόνες που διέθετε ο ίδιος και οι σύντροφοί του για τα πραγματικά κοράκια και λιοντάρια, στο πεδίο της αντίληψης του εαυτού του. Η μύηση σε μια ιδιαίτερη βαθμίδα σήμαινε ότι τα μέλη της μοιράζονταν ένα κοινό όνομα, κοινές αξίες και ηθικές αρχές που καθόριζαν τις πράξεις και τη συμπεριφορά τους όχι μόνο μέσα στο πλαίσιο της λατρευτικής συνάφειας, αλλά και στο επίπεδο της καθημερινής ζωής τους. Με τον τρόπο αυτό, οι μυημένοι σε κάθε βαθμίδα διαμόρφωναν συγκεκριμένες εικόνες και υποθέσεις για τον κόσμο, για το πώς έπρεπε να συμπεριφέρονται μέσα σε αυτόν και για το τι μπορούσαν να περιμένουν από τη συμπεριφορά των άλλων.[20] Η μεταμόρφωση της ταυτότητάς τους, που προκαλούσε η συμμετοχή στις μυητικές βαθμίδες, επηρέαζε και προδιέγραφε τον τρόπο με τον οποίο οι μυημένοι συλλογίζονταν τις πράξεις και τις επιλογές τους, καθώς επίσης και τα ευρύτερα σχέδιά τους τα οποία θα έπρεπε να είναι σύμφωνα με το πνεύμα και τις αρχές των μυστηρίων.
Η αποκάλυψη, στο πλαίσιο των μυστηρίων, της συστηματικής κοσμικής ενότητας, της οποίας εγγυητής ήταν ο ίδιος ο Μίθρας, και της συμπαθητικής σχέσης που συνέδεε το συμπαντικό μακρόκοσμο με το μικρόκοσμο των ανθρώπων συνεπαγόταν μία νέα διάσταση και ένα νέο προσανατολισμό στη ζωή των μυημένων οι οποίοι μεταμόρφωναν τον τρόπο που αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους και εισέρχονταν σε ένα διαφορετικό δίκτυο κοινωνικών σχέσεων.[21] Μετά τη μύηση, η ταυτότητα των μελών της λατρείας καθοριζόταν από την κοινή πρόσβαση στη μυστική γνώση που τους έθετε στην υπηρεσία του Μίθρα και σφυρηλατούσε στενές σχέσεις μεταξύ τους, ανεξάρτητα από την προηγούμενη κοινωνικής τους κατάσταση. Με τον τρόπο αυτό, οι Μιθραϊστές συνδέονταν μεταξύ τους με δεσμούς επίπλαστης συγγένειας που καθορίζονταν από τη θέση τους στη μυητική ιεραρχία και αποτελούσαν τη βάση για τη συγκρότηση κλειστών, αποκλειστικών κοινοτήτων που προέβλεπαν νέους ρόλους και ηθικές αρχές για τα μέλη τους.[22]
Ωστόσο, η μύηση στα μιθραϊκά μυστήρια δεν γινόταν αντιληπτή ως ένα απομονωμένο, αποσπασματικό γεγονός, αλλά εντασσόταν στην ευρύτερη αφηγηματική δομή της ζωής των μυημένων και επηρεαζόταν από τους προηγούμενους κοινωνικούς ρόλους που είχαν στην ευρύτερη πολιτισμική και κοινωνική συνάφεια του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Καθώς ο Μιθραϊσμός ήταν ενταγμένος στην κοινωνία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, οι ιδιαίτερες ιδέες, αρχές και αντιλήψεις του εξελίσσονταν και περιορίζονταν από το ευρύτερο κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό τους περιβάλλον.
Όπως διαφαίνεται από τα επιγραφικά στοιχεία, όλοι οι μυημένοι στα μυστήρια του Μίθρα ήταν άντρες και στην πλειονότητά τους φαίνεται ότι προέρχονταν από τα σώματα του στρατού και της αυτοκρατορικής διοίκησης, ενώ δεκτοί γίνονταν συχνά δούλοι[23], απελεύθεροι και άλλοι απλοί Ρωμαίοι πολίτες.[24]Ο πλήρης και συστηματικός αποκλεισμός των γυναικών από τη συμμετοχή στη λατρεία έθετε έναν πρωταρχικό, βιολογικό περιορισμό στην επιθυμία κάποιου να μυηθεί στα μυστήρια του Μίθρα.[25] Πέρα, ωστόσο, από τον περιορισμό που έθετε το φύλο στην επιλογή ενός ατόμου να συμμετέχει στη μιθραϊκή λατρεία, σημαντικό ρόλο έπαιζε επίσης η γενικότερη κοινωνική και οικονομική του κατάσταση, αφού η συμμετοχή στα μυστήρια απαιτούσε κάποιο βαθμό οικονομικής ευμάρειας και η συγκρότηση και διατήρηση λατρευτικών κοινοτήτων εξαρτιόταν ως ένα σημείο από τη μύηση πλούσιων πολιτών.
Επιπλέον, η προέλευση των περισσότερων μυημένων στα μυστήρια του Μίθρα από τις ρωμαϊκές λεγεώνες και το υπαλληλικό προσωπικό της αυτοκρατορικής διοίκησης υποδηλώνει τις αρχές και τις αξίες που πρέσβευαν οι συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, τις οποίες ο Μιθραϊσμός φαίνεται να είχε ενσωματώσει. Συγκεκριμένα, οι αρχές της υποταγής και υπακοής στην ανώτερη εξουσία, της αποδοχής συγκεκριμένων ρόλων μέσα σε έναν οργανισμό, αλλά και της υποστήριξης και υπεράσπισης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας γενικότερα[26], οι οποίες ενέπνεαν τα μέλη του στρατού και της κατώτερης γραφειοκρατικής ιεραρχίας, είχαν μετασχηματιστεί και ενσωματωθεί μέσα στη συνάφεια της μιθραϊκής λατρείας. Ο Μιθραϊσμός αντέγραφε τις βασικές κοινωνικές και συμβολικές δομές όλων των παραπάνω κοινωνικών τάξεων, και ιδιαιτέρως του στρατού, και αναπαρήγαγε μέσα στη λατρευτική του συνάφεια τη συνηθισμένη για τους ακολούθους του κοινωνική εμπειρία, την οποία, όμως, ενέτασσε μέσα σε μία νέα ενοποιημένη θεώρηση του κόσμου. Στο πλαίσιο αυτό, οι ιδιαίτεροι ρόλοι και τα ιδανικά των Ρωμαίων πολιτών ενισχύονταν, καθώς η αποστολή τους για διατήρηση της ακεραιότητας της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας επεκτεινόταν και στόχευε στη συντήρηση και προστασία της ευρύτερης κοσμικής τάξης.[27]
Υπό αυτήν την οπτική, οι νέες ταυτότητες, που οι μυητικές βαθμίδες συνεπάγονταν για τα μέλη τους, αντανακλούσαν και βασίζονταν πάνω στο γενικότερο ήθος και την κοσμοθεώρηση του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού στη συνάφεια του οποίου οι μυημένοι ύφαιναν τα νήματα των ιστοριών της ζωής τους. Μέσω της μύησης στα μυστήρια του Μίθρα, οι μυημένοι αναλάμβαναν νέους ρόλους που διαμόρφωναν τις αντιλήψεις τους ‘για μια γενική τάξη της ύπαρξης’[28] και σκιαγραφούσαν μία νέα προοπτική δράσης και σκέψης.
Με τον τρόπο αυτό, η μύηση δεν γινόταν αντιληπτή ως μία απομονωμένη εμπειρία, αλλά μεταμόρφωνε το ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο ο οποίο ο χαρακτήρας, οι σκέψεις και οι πράξεις των ανθρώπων αποκτούσαν νόημα και έδινε μία νέα διάσταση στον τρόπο με τον οποίο οι μυημένοι σκέφτονταν και αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους, τον κόσμο και όλα αυτά που τους περιέβαλλαν. Μετά τη μύηση, οι νέες κατευθύνσεις, τα κίνητρα και τα νοήματα που αποκαλύπτονταν στους μυημένους και προκαθόριζαν τις μελλοντικές πράξεις και επιλογές τους, εμπλέκονταν σε μία ευρύτερη αφηγηματική συνθετική δραστηριότητα που μπορούσε να συνυφάνει τη χρονικότητα και τη σκόπιμη οργάνωσή της σε ένα γενικότερο επίπεδο.[29] Με τον τρόπο αυτό, όπως σημειώνει ο Johnson, το νόημα και η καταλληλότητα ενός συνθετικού γνωσιακού μέσου, όπως είναι η εννοιολογική μεταφορά, βασίζεται σε ένα μεγαλύτερο αφηγηματικό υπόβαθρο.[30] Η ευρύτερη αφηγηματική δομή της ζωής τους μπορούσε, έτσι, να ενσωματώνει αρχές και αντιλήψεις συμπεριφοράς που ενέπνεαν του μυημένους στη μιθραϊκή συνάφεια, και να τους παρέχει με τον τρόπο αυτό τα μέσα για να σχεδιάζουν τις ενδεχόμενες πράξεις τους μέσα σε συγκεκριμένες συνθήκες της καθημερινής τους ζωής σε συμφωνία με αυτές τις αρχές[31]
Βιβλιογραφία
- Beard, M. – North, J. – Price, S., Religions of Rome, vol. I: A History. vol.II: A Sourcebook, Cambridge: University Press, 1998
- Beck, R. L., The Religion of the Mithras Cult in the Roman Empire. Mysteries of the Unconquered Sun, Oxford: Oxford University Press, 2006
- Bruner, J., “The ‘remembered’ self”, in: U. Neisser – R. Fivush (eds), The Remembering Self: construction and accuracy in the self-narrative, Cambridge – New York : Cambridge University Press, 2003, σελ. 41-54
- Burkert, W., Μυστηριακές Λατρείες της Αρχαιότητας (μετάφρ. Ε. Ματθαίου), Αθήνα: Καρδαμίτσα, 1994
- Clauss, M., The Roman Cult of Mithras: The God and his Mysteries (μετάφρ. R. L. Gordon), New York: Routledge, 2000
- Geertz, A., Introduction to Cognitive Approaches to the Study of Religion, Laboratory on Theories of Religion. Department of the Study of Religion, Faculty of Theology, University of Aarhus, 2004
- Geertz, C., “Religion as a Cultural System”, in idem, The Interpretation of Cultures: Selected Essays, New York: Basic Books, 1990, σελ. 87-125
- Gordon, R. L., “Mithraism and Roman Society”, in: Religion 2, 2 (1972), 92-121 = idem, Image and Value in the Graeco-Roman World, (Variorum Collected Studies CS551), Aldershot, 1996, κεφ. III)
- Johnson, M., Moral Imagination. Implications of cognitive science for ethics, Chicago: University of Chicago Press, 1993
- Martin, H. L., Οι Θρησκείες της Ελληνιστικής Εποχής (μετάφρ. Δ. Ξυγαλατάς), Θεσσαλονίκη: Βάνιας, 2003
- ¾¾, “Performativity, Narrativity and Cognition: Demythologizing the Roman Cult of Mithras”, in: W. Braun (ed.), Rhetoric and Reality in Early Christianity, Waterloo: Wilfrid Laurier University Press, 2004a, σελ. 187-217
- Siegel, D. J., The Developing Mind: How Relationships and the Brain Interact to Shape Who We Are (New York 1999)
[1] Martin, H. L., Οι Θρησκείες της Ελληνιστικής Εποχής (μετάφρ. Δ. Ξυγαλατάς), Θεσσαλονίκη, 2003, 305-306
[2] Η χρήση σύγχρονων τεχνολογικών μεθόδων (όπως είναι η τα ηλεκτρονικά μικροσκόπια, η αξονική και μαγνητική τομογραφία, το ηλεκτροεγγεφαλογράφημα κ.α.) επιτρέπει στους νευροεπιστήμονες να αποκτήσουν πρόσβαση σε μηχανισμούς και διεργασίες του εγκεφάλου και να διερευνήσουν εκείνες τις βιολογικές και νευρωνικές διαδικασίες που παράγουν τη συνείδηση στους ανθρώπους. Τα πορίσματα των ερευνών τους μπορούν να συμβάλλουν στην κατανόηση όλων εκείνων των παραγόντων που ενυπάρχουν τόσο μέσα στην ανθρώπινη νόηση όσο και στο εκάστοτε περιβάλλον και συμβάλλουν στη διαμόρφωση της αίσθησης που οι άνθρωποι έχουν για τον εαυτό τους. Βλ. Geertz, A., Introduction to Cognitive Approaches to the Study of Religion, Laboratory on Theories of Religion. Department of the Study of Religion, Faculty of Theology, University of Aarhus, 2004, σελ. 49
[4] Αυτή η ικανότητα του ανθρώπινου νου να πετυχαίνει ένα σημαντικό βαθμό ενοποίησης και αυτογνωσίας που του επιτρέπει να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του μέσα στα ρευστά όρια του παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος καλείται από τον Daniel Siegel ως ‘συναφής αυτονόηση’ (‘coherent autonoesis’). Για το πώς η ανάπτυξη της αυτονόησης συνδέεται με συναφείς αφηγήσεις βλ. περαιτέρω Siegel, D. J., The Developing Mind: How Relationships and the Brain Interact to Shape Who We Are (New York 1999)
[15] Beck, R. L., The Religion of the Mithras Cult in the Roman Empire. Mysteries of the Unconquered Sun, Oxford, 2006, σελ. 2-3
[16] Bruner, J., “The ‘remembered’ self”, in: U. Neisser – R. Fivush (eds), The Remembering Self: construction and accuracy in the self-narrative, Cambridge – New York, 2003, σελ. 42, 50.
[19] Τα ονόματα που έφεραν οι βαθμίδες μύησης στα μυστήρια του Μίθρα παραδίδονται από τον Ιερώνυμο σε μία από τις επιστολές του (προς Laeta, CVII). Στο μωσαϊκό που βρίσκεται στο δάπεδο του μιθραίου di Felicissimo στην Όστια και χρονολογείται στα μέσα του 3ου αι. μ.Χ. απεικονίζεται η σειρά των βαθμίδων μύησης και τα σύμβολα των θεοτήτων που έχουν θεωρηθεί από τους ερευνητές ότι επόπτευαν κάθε βαθμίδα (εικόνα 1). Βλ. Beard, M. – North, J. – Price, S., Religions of Rome, vol.II: A Sourcebook, Cambridge, 1998, σελ. 305, 12.5a
[22] Martin, H. L., “Performativity, Narrativity and Cognition: Demythologizing the Roman Cult of Mithras”, in: W. Braun (ed.), Rhetoric and Reality in Early Christianity, Waterloo, 2004, 196
[24] Clauss, M., The Roman Cult of Mithras: The God and his Mysteries (μετάφρ. R. L. Gordon), New York, 2000, σελ. 40
[28] Geertz, C., “Religion as a Cultural System”, in idem, The Interpretation of Cultures: Selected Essays, New York, 1990, σελ. 122
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου