«Οι θέσεις του J. Z. Smith για τη μελέτη της θρησκείας και η ανάπτυξη της θεωρίας του»,

Γιώργος Γαϊτάνος, Υπ.Διδ. Θρησκειολογίας

Ο J. Smith με σαρανταετή παρουσία στον ακαδημαϊκό χώρο εξέφρασε την άποψη του για την κατάσταση που επικρατούσε όσον αφορά τη μελέτη της θρησκείας από την περίοδο που μπήκαν οι βάσεις για την ίδρυση του συγκεκριμένου επιστημονικού κλάδου, αλλά παράλληλα διαμόρφωσε το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα πρέπει να επιτελείται, αλλά και να διδάσκεται ώστε οι φοιτητές να είναι εφοδιασμένοι με τις σωστές κατευθύνσεις.
 
Η Ιστορία των Θρησκειών εξετάζει την ιστορική εξέλιξη των θρησκειών, μελετώντας τις πηγές τους, τη διδασκαλία τους και την πορεία τους κατά το πέρας της ιστορίας. Αυτό που χαρακτηρίζει αυτό τον κλάδο της Θρησκειολογίας είναι η διαλεκτική σχέση μεταξύ του αντικειμένου και των μεθόδων της έρευνάς του. Έτσι, ο ιστορικός των θρησκειών θα πρέπει να γνωρίζει ότι το αντικείμενο της μελέτης του είναι καθαρά ιστορικό και διαρκώς οφείλει να ερευνά τις αλλαγές, μεταβολές και εξελίξεις που προκύπτουν στην έρευνά του.1 Η ιστορική διαδικασία σημαίνει την εξερεύνηση των τρόπων με τους οποίους οι ανθρώπινες κοινωνίες ενέργησαν στα περιβάλλοντα στα οποία βρέθηκαν και των τρόπων με τους οποίους επιδίωξαν ν’ αναδιαμορφώσουν αυτά τα περιβάλλοντα, ώστε να καλύψουν τις ανάγκες τους. Σημαίνει την εξερεύνηση όλου του συμπλέγματος της γεωγραφίας, της τεχνολογίας, της θρησκείας, των κοινωνικών δομών, και αναρίθμητων άλλων ιστορικών παραγόντων. Σημαίνει την εξερεύνηση των τρόπων με τους οποίους οι κοινωνίες αλλάζουν προς απάντηση σε ερεθίσματα, αλλά και των τρόπων με τους οποίους αντιστέκονται σ’ αυτή την αλλαγή. Σημαίνει την εξερεύνηση παραδόσεων που έχουν αποτυπωθεί πάνω σε διάφορους πολιτισμούς και των τρόπων με τους οποίους αυτές οι παραδόσεις έχουν παράσχει συνέχεια σε μεγάλες χρονικές περιόδους.
Θα μπορούσαμε να πούμε πως ο ιστορικός μοιάζει με ένα ντετέκτιβ, ένα ερευνητή.2 Όπως ο ντετέκτιβ, ο ιστορικός εξετάζει τα στοιχεία με σκοπό ν’ ανακατασκευάσει τα γεγονότα. Παρ’ όλα αυτά, ο ντετέκτιβ ενδιαφέρεται κυρίως στο ν’ ανακαλύψει τι συνέβη, ποιος το έκανε, και γιατί, ενώ ο ιστορικός πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα και ρωτά τι σημαίνουν όλα αυτά. Με το ν’ απευθύνει το ερώτημα της σημασίας, ο ιστορικός μεταφέρει την απλή περιέργεια σχετικά με γεγονότα του παρελθόντος σε μια ανθρωπιστική επιστήμη. Καμία πηγή από μόνη της δεν περιλαμβάνει αναλλοίωτη αλήθεια ή την πλήρη εικόνα. Η καθεμία μάς δίνει μόνο μια ματιά της πραγματικότητας, και είναι υπόθεση του ιστορικού να ενώσει αυτά τα κομμάτια του παρελθόντος σε μια συμπαγή εικόνα. Παρόλο που πολλά από τα κομμάτια λείπουν, είναι πιθανό να τοποθετήσει μαζί τα περισσότερα, αν και όχι όλα, από τα εναπομείναντα κομμάτια σε μια λογική σειρά, για να διαμορφώσουν μια αρκετά ακριβή και συμπαγή εικόνα. Η εικόνα που πηγάζει ίσως να μην είναι ολοκληρωμένη (ποτέ δεν είναι), αλλά είναι χρήσιμη και έγκυρη. Το κλειδί για να τοποθετήσει αυτά τα κομμάτια μαζί είναι η σκληρή δουλειά και η φαντασία3.
Ουσιαστικά, η ιστορία αποτελεί τη μέθοδο και η θρησκεία το αντικείμενο της μελέτης.4 Πάντοτε για την εξαγωγή σωστότερων συμπερασμάτων είναι απαραίτητη η διερεύνηση και η ανάλυση του πολιτισμικού και κοινωνικού πλαισίου της κάθε θρησκευτικής κοινότητας μέσα σε καθορισμένα χρονολογικά πλαίσια. Είναι λοιπόν αναγκαίο να μελετάται διαχρονικά και συγχρονικά όλες οι ενδιαφέρουσες ανθρώπινες διαστάσεις των τελετουργιών και των θεσμών που τους έχει αποδοθεί είτε από τους οπαδούς και τους εκπροσώπους τους είτε από τους θεολόγους και φαινομενολόγους της θρησκείας το χαρακτηριστικό του «θείου», «αιώνιου», «υπερβατικού».5 Έτσι, ο ιστορικός των θρησκειών είναι ακόμη ένας κοινωνικός επιστήμονας, ο οποίος μελετά ένα διαφορετικό τμήμα του αισθητού κόσμου, τη θρησκεία, χωρίς όμως να τη θεωρεί ως ένα sui generis φαινόμενο.6
Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό για την ανάπτυξη του κλάδου της Ιστορίας των Θρησκειών αποτέλεσε και η σύγκριση. Οι συγκρίσεις όμως που πραγματοποιούνται μεταξύ θρησκευτικών συστημάτων θα πρέπει να γίνονται αναλογικά. Αυτή η ιστορική σύγκριση θα μπορεί να εξετάζει διαφορετικά θρησκευτικά συστήματα χωρίς να επιδιώκει στην ταξινόμηση των διάφορων πτυχών σε μία κατηγορία, αλλά στη διαμόρφωση ενός πολυδιάστατου πεδίου για τη θρησκεία, που θα κινείται προς όλες τις κατευθύνσεις.7 Άλλωστε, η ίδια η έννοια «θρησκεία» δίνει τη δυνατότητα στην ανάπτυξη διάφορων διανοητικών θεωριών και ερμηνειών που καλύπτει τα ενδιαφέροντα του κάθε ερευνητή και όχι σε μια μονοδιάστατη οπτική που είναι απομονωμένη από την πραγματικότητα.8
Ο J. Smith λοιπόν με σαρανταετή παρουσία στον ακαδημαϊκό χώρο εξέφρασε την άποψη του για την κατάσταση που επικρατούσε όσον αφορά τη μελέτη της θρησκείας από την περίοδο που μπήκαν οι βάσεις για την ίδρυση του συγκεκριμένου επιστημονικού κλάδου, αλλά παράλληλα διαμόρφωσε το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα πρέπει να επιτελείται, αλλά και να διδάσκεται ώστε οι φοιτητές να είναι εφοδιασμένοι με τις σωστές κατευθύνσεις. Ασφαλώς, σημαντική θέση στην έρευνά του κατέχει η ταξινόμηση και η σύγκριση, αφού άλλωστε αποτελούν τις κύριες διαδικασίες που ακολουθεί ο κάθε ιστορικός των θρησκειών. Ο ίδιος είναι ιδιαίτερα αυστηρός για τη μεθοδολογία που ακολουθούσαν οι προκάτοχοί του, αφού η θρησκεία αντιμετωπιζόταν είτε ως ένα sui generis φαινόμενο είτε ως μέσο πολιτικών ταξινομήσεων εις βάρος των μη δυτικών κοινωνιών.
Η θρησκεία είναι το δημιούργημα των μελετητών της. Δεν έχει καμία θέση πέρα από τον ακαδημαϊκό χώρο, καθώς προέρχεται από τη φαντασία και από τις προσωπικές συγκρίσεις που κατασκευάζουν οι μελετητές της, ώστε να διαμορφώσουν τα επιχειρήματά τους για την ανάλυση ενός θρησκευτικού φαινομένου και να προβούν σε γενικεύσεις. Γι’ αυτό το λόγο, αυτός που επιθυμεί να ειδικευτεί στη μελέτη της θρησκείας θα πρέπει να έχει αυτοσυνειδησία σ’ αυτό που πρόκειται να εντρυφήσει.9
Αυτές οι απόψεις στηρίζονται στο γεγονός ότι μπορεί να υπάρχουν στοιχεία και δεδομένα τα οποία θα μπορούσαν να θεωρηθούν και να ταξινομηθούν ως θρησκευτικά, αλλά στην ουσία δεν υπάρχει κάποιο σαφές δεδομένο για τη θρησκεία, κάποιο σταθερό σημείο από το οποίο μπορεί ο ιστορικός των θρησκειών να προχωρήσει στην έρευνά του. Ουσιαστικά, έχουμε να κάνουμε με την κατασκευή μιας ιστορίας ή μιας θεωρίας που τη γενικεύουμε, ώστε να την εντάξουμε στη σφαίρα της θρησκείας.10 Δηλαδή, ο ιστορικός κατασκευάζει μια κατηγορία, τη θρησκεία, που αποτελεί το γνωστικό του αντικείμενο, όπως ακριβώς είναι η γλώσσα για τη γλωσσολογία και ο πολιτισμός για την ανθρωπολογία.11
Ο Jonathan Smith κριτικάρει τον τρόπο με τον οποίο έχουν μελετηθεί οι θρησκείες και γενικά η κατηγορία θρησκεία. Επικρατεί διαρκώς μια επιμονή για τον τονισμό του στοιχείου του ιερού, της ιερότητας των θρησκευτικών πραγμάτων, των ιεροφανειών – σύμφωνα με τον M. Eliade - ως το κύριο και ίσως το βασικότερο χαρακτηριστικό της θρησκείας. Αυτή η επιμονή προδίδει μια καθαρά θεολογική προσέγγιση των πραγμάτων, καθώς οι μελετητές της θρησκείας έδειξαν ιδιαίτερη αδιαφορία για τα δεδομένα που συνέλεξαν οι ανθρωπολόγοι, και ουσιαστικά παρουσίαζαν τη θρησκεία σαν κάτι το θείο, που δεν έχει σχέση με τον άνθρωπο, σαν να είναι δώρο αποκάλυψης. Η θρησκεία είναι καθαρά πολιτισμικό προϊόν, αφού περιλαμβάνει τις ταξινομήσεις, τις πράξεις, τις σκέψεις που κάνουν την εμφάνισή τους καθημερινά στο δημόσιο πεδίο. Έτσι, η σημασία των νοημάτων και των μηνυμάτων των καθημερινών πράξεων δεν πρέπει να διαχωρίζεται όταν εμφανίζονται και στο θρησκευτικό πεδίο, σαν να είναι θείο σημάδι.12
Ο Smith λοιπόν δανείζεται για την ιστορία των θρησκειών την άποψη του C. Levi-Strauss ότι «όταν η ανθρωπολογία εκτελείται από μέλη του πολιτισμού, τότε κινδυνεύει να χάσει την ιδιαίτερη φύση της και περισσότερο να μοιάσει με την αρχαιολογία, την ιστορία και την φιλολογία».13 Η αδυναμία για εξειδίκευση και για νέες προοπτικές οδήγησε στη γενίκευση και κατ’ ουσία στην ταξινόμηση με βάση κάποιο πρότυπο, που ως συνήθως ήταν ο χριστιανισμός. Έτσι, σχηματίστηκε μια οντολογία που ως σκοπό είχε την παρουσίαση γενικών χαρακτηριστικών για τη γενικευμένη κατηγορία «θρησκεία». Αυτή βέβαια η γενίκευση σημαίνει την απόκρυψη κάποιων χαρακτηριστικών και την προβολή μόνο συγκεκριμένων.14 Είναι ανάγκη λοιπόν να πλαισιωθούν τα δεδομένα που συγκεντρώνονται με μια θεωρία που θα παρακινεί για σκέψη, για έρευνα.
Η ταξινόμηση, η σύγκριση και η αναπεριγραφή δεδομένων αποτελεί την κύρια εργασία του ιστορικού των θρησκειών και η ικανότητά του φαίνεται στο πόσο ικανός είναι να κάνει το άγνωστο και παράδοξο, οικείο.15 Η αναλογία θα πρέπει να αποτελεί την κύρια μεθοδολογική κατεύθυνση της εργασίας του, καθώς οι συγκρίσεις που πραγματοποιεί δεν θα εστιάζονται μεταξύ δύο μόνο περιπτώσεων, αλλά θα πρέπει να αντιπαραβάλλονται με περισσότερες, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα κατανόησης και απαντήσεων σε ποικίλα θεματολογία. Ουσιαστικά, ο αναλογικός τρόπος εργασίας προκαλεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη και του ερευνητή, αφού γίνεται προσπάθεια συνδυασμού και εξήγησης καταστάσεων, κανόνων, ταξινομήσεων και περιστατικών της καθημερινότητας διαφορετικών πολιτισμών και κοινωνιών με τρόπο που να έχει κάποια σημασία στις δικές μας καταστάσεις, κανόνες και ταξινομήσεις. Ο κοινός τόπος και η διαμόρφωση μιας νέας κατηγορίας ταξινόμησης περιπτώσεων που δείχνουν ότι είναι τελείως διαφορετικές ή ότι ανήκουν σε διαφορετικές εποχές δίνει ενδιαφέρον και προκαλεί τη σκέψη του ιστορικού των θρησκειών, καθώς μέσα από τις διαφορές που εντοπίζει μπορεί να διαμορφώσει ένα νέο τρόπο προσέγγισης του υλικού του. Έχει σημασία να υπογραμμιστεί πως το υλικό και το παράδειγμα που αναλύει ο ερευνητής μπορεί να προέρχεται από οποιοδήποτε πεδίο ή κλάδο, μόνο που θα πρέπει να ξεκαθαρίζεται η επιλογή, το θεωρητικό υπόβαθρο και η σχέση με το αντικείμενο της ιστορίας των θρησκειών.
Έτσι, ο μελετητής της θρησκείας θα πρέπει να διαμορφώσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα παρουσιάσει τη θρησκεία την οποία εξετάζει, ώστε να την ερμηνεύσει βασιζόμενος πάντα πάνω σε κάποια θεωρία, η οποία θα διαφαίνεται μέσα από το παράδειγμα που παρουσιάζει.16 Επίσης, διαρκώς οφείλει να σκέφτεται γιατί επέλεξε να ασχοληθεί με μια συγκεκριμένη περίπτωση παρά με κάποια άλλη, έτσι ώστε να τεκμηριώσει τη θεωρία και την άποψή του. Πάντοτε, η επιλογή παραδείγματος είναι η πιο δύσκολη υπόθεση για τον ιστορικό των θρησκειών και ασφαλώς για όσους σπουδάζουν το αντικείμενο.17
Αυτό λοιπόν που προτείνεται είναι πως ο ιστορικός των θρησκειών δεν πρέπει να αντιμετωπίζει τα δεδομένα που καταγράφει ως κάτι το εξωτικό, αλλά να στέκεται απέναντι στο αντικείμενό του προσεγγίζοντάς το ως κάτι το ανθρώπινο που πραγματοποιείται στην καθημερινή ζωή, ακόμη και στη Δύση. Σαφώς, αυτή η διαδικασία δεν είναι ιδιαίτερα εύκολη, καθώς πάντοτε οι μελετητές συναντούσαν και θα συναντήσουν περιστατικά από άλλους λαούς και πολιτισμούς που θα τους φαίνονται εξαιρετικά περίεργα και αδιανόητα, σύμφωνα πάντα με τα στερεότυπα της δυτικής κοινωνίας. Ο J. Z. Smith λοιπόν δανείζεται τον όρο του Victor Shklovskydefamiliarization”, δηλαδή τη διαδικασία προβολής του οικείου ως παράξενου, έτσι ώστε να προαχθεί η αντίληψή μας για το οικείο, για να τον προτείνει σαν ένα διαφορετικό τρόπο προσέγγισης ορισμένων θεμάτων από τον ιστορικό των θρησκειών18. Μ’ αυτό τον τρόπο, θα δίνεται η δυνατότητα επιλογής ισχυρών παραδειγμάτων που θα μπορούν να στηρίξουν τη θεωρία του κάθε ερευνητή για τη δημιουργία συγκρίσεων περιστατικών και καταστάσεων μεταξύ δυτικών και μη δυτικών πολιτισμών.
Ένα ακόμη σημαντικό θέμα που απασχολεί τον Jonathan Smith είναι το ζήτημα του μύθου και της ιστορίας, και πως θα πρέπει να τα χρησιμοποιήσει ο ιστορικός της θρησκείας στη μελέτη του. Ο ίδιος ο Jonathan Smith δίνει ιδιαίτερη σημασία στην ιστορικότητα του μύθου, όχι με την έννοια ότι μπορούμε να εντοπίσουμε πραγματικά ιστορικά γεγονότα μέσα από ένα μύθο, αλλά με την έννοια ότι θα πρέπει να εξετάζεται το ιστορικό περιβάλλον κατά τη διάρκεια της προπαρασκευής και κατασκευής του μύθου.19 Αυτή η διαδικασία θα αποτελούσε ένα χρήσιμο εργαλείο για τον ιστορικό των θρησκειών.
Είναι χαρακτηριστικό πως οι μελετητές της θρησκείας δεν έδιναν ιδιαίτερη έμφαση ως προς τη μελέτη των ιστορικών δεδομένων, καθώς αποδέχονταν ως αληθές και ακριβές το περιεχόμενο των μύθων, δίχως να εξετάζουν τις διαφορετικές παραδόσεις και αλλαγές που ίσως να χρειάστηκαν για τη δημιουργία του. Έτσι, πριν από την ερμηνεία κάποιου κειμένου που επιθυμεί να επιχειρήσει ο ιστορικός των θρησκειών, οφείλει να πραγματοποιήσει μια προ-ερμηνευτική έρευνα σχετικά με το κείμενο που μελετά. Αυτό έχει να κάνει με το ποιος γράφει το κείμενο, ποια εποχή, ποιες είναι οι πηγές του ή ποιοι είναι οι πληροφοριοδότες του, τι κείμενα υπήρχαν πριν από το κείμενο που μας ενδιαφέρει, ποιες είναι οι ιστορικές συνθήκες προ και κατά τη διάρκεια της συγγραφής του κειμένου, και ποιες πρακτικές ή αντιλήψεις υποδεικνύονται. Οπότε ο ιστορικός των θρησκειών οφείλει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός και να μην διαβάζει τις πηγές του επιφανειακά, αλλά σε βάθος. «Η εξέταση των πηγών, η ερμηνεία, η αμφισβήτηση, η αναζήτηση του βαθύτερου νοήματος κάνουν τον ιστορικό των θρησκειών αληθινό ανθρωπολόγο, με την αρχική ελληνική έννοια του όρου, του «κουτσομπόλη»20, του ανθρώπου δηλαδή που διαφωτίζει τις ιστορίες των άλλων ανθρώπων»21.
Θα μπορούσαμε να πούμε πως το σύνθημα ως προς την έρευνα για τη μελέτη της θρησκείας για τον Jonathan Z. Smith είναι η εξέταση των διαφορών και όχι τόσο των ομοιοτήτων μεταξύ των θρησκειών και συγκεκριμένα των θρησκευτικών αντιλήψεων, παραδόσεων και δραστηριοτήτων τους, καθώς δίνει το έναυσμα για σκέψη, προβληματισμό και έρευνα.22 Τη συγκεκριμένη θέση δανείζεται από την άποψη του Γάλλου ποιητή Francis Ponge (Méthodes, 1948), ο οποίος θεωρεί πως η μελέτη των διαφορών είναι που οδηγεί στην πρόοδο.23 Βέβαια, αυτή η θέση δεν αποτελεί απλά ένα σύνθημα, αφού ενέχει και σημαντικές δυσκολίες. Για τον ίδιο, αυτό που στην ουσία θα πρέπει να μας ενδιαφέρει, όταν συγκρίνουμε, δεν είναι τόσο η σύνδεση και η ομοιότητα των φαινομένων που μελετούμε, αλλά κυρίως η σύνδεση και η σύγκριση των καταστάσεων και των προβλημάτων που παρατηρούνται.24 «Η διαφορά μπορεί να διαπραγματευτεί, αλλά ποτέ δεν μπορεί να ξεπεραστεί».25
Ο ίδιος ο J. Z. Smith εκτιμά πως θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση σε θέματα περιγραφής και σύγκρισης, καθώς οι συνθήκες με τις οποίες οφείλουν να γίνονται, θα προσδίδουν ενδιαφέρον στη σκέψη και στην έρευνα26. Επειδή ακριβώς ο ιστορικός των θρησκειών ασχολείται με θέματα του παρελθόντος, ουσιαστικά έχει την ευθύνη να φέρνει στη ζωή μνήμες και εμπειρίες του παρελθόντος διαμορφώνοντας τη «δική του» ιστορία. Όπως αναφέραμε, από μόνη της η σύγκριση δεν μας λέει τίποτα, εάν τα δεδομένα που συγκεντρώνονται δεν αναλύονται, ώστε να τροφοδοτούν τα κενά μας στη θεωρία και αντίστροφα.
Ο Jonathan Smith κάνει μια πρόταση που σχετίζεται με τη σύγκριση και είναι δυνατή να δώσει ώθηση στην παρουσίαση εργασιών που θα επιτελούν εποικοδομητικές συγκρίσεις με στόχο όχι την απόδειξη της ανωτερότητας μιας θρησκείας ή ενός πολιτισμού από ένα άλλο, αλλά την ερμηνεία και την εξήγηση των πολιτισμικών δραστηριοτήτων μιας διαφορετικής κοινωνίας από τη δική μας με όσο το δυνατόν πιο κατανοητό τρόπο.
Η διαδικασία της συγκριτικής εργασίας έχει τέσσερα στάδια: την περιγραφή, τη σύγκριση, την αναπεριγραφή και τη διόρθωση. Σύμφωνα με τον ίδιο, η περιγραφή αποτελεί μια διπλή διαδικασία που αναδεικνύει την ιστορική και ανθρωπολογική πλευρά της εργασίας. Αρχικά, όπως έχουμε αναφέρει, ο μελετητής θα πρέπει να επιλέξει το παράδειγμά του, το οποίο θα περιέχει πλήρη ανάλυση όσον αφορά την κοινωνία, την ιστορία, τις πολιτισμικές σημασίες, που δίνονται από την πλευρά των «ιθαγενών». Η δεύτερη διαδικασία της περιγραφής περιλαμβάνει την ανάλυση του παραδείγματος που παρουσιάζουμε από την πλευρά των ερευνητών που ασχολήθηκαν μέχρι στιγμής με το ίδιο θέμα. Αφού έχει ολοκληρωθεί αυτή η διπλή διαδικασία, τότε μπορεί ο μελετητής να προχωρήσει στην περιγραφεί ενός δεύτερου παραδείγματος, το οποίο όμως θα αναλυθεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Έχοντας παρουσιάσει δύο παραδείγματα, μπορούμε να προχωρήσουμε στη σύγκριση θεμάτων και σχέσεων που φαίνεται να είναι σημαντικά ακολουθώντας είτε κάποια θεωρία είτε ένα ερώτημα που μας απασχολεί. Ο σκοπός αυτής της σύγκρισης είναι η αναπεριγραφή των παραδειγμάτων που παρουσιάσαμε, το καθένα με βάση τα στοιχεία που εντοπίσαμε από το άλλο, και βέβαια η διόρθωση των ταξινομικών κατηγοριών στις οποίες έχουν ενταχθεί οι περιπτώσεις που εξετάζουμε.27
Αυτό που προτείνεται είναι ουσιαστικά μια αμοιβαία ανταλλαγή δεδομένων και δομικών χαρακτηριστικών που επικρατούν στις δυτικές κοινωνίες με τις κοινωνίες που ακολουθούν ένα διαφορετικό τρόπο ζωής, ώστε να γίνουν κατανοητές με βάση το δικό μας λεξιλόγιο. Έτσι, ακολουθώντας τη θέση του Max Black και της Mary Hesse ότι τα μοντέλα μάς προκαλούν να κατασκευάσουμε κάτι με τους όρους του άλλου, θέλει να υποστηρίξει ότι ο μελετητής της θρησκείας θα πρέπει να επιλέξει μια νέα περιγραφή θρησκευτικών εμπειριών και εκφράσεων (αναπεριγραφή) που σχετίζονται με τη Δύση και με βάση αυτή να προσεγγίσει ανάλογες καταστάσεις σε μη δυτικές κοινωνίες.28 Ακριβώς επειδή η σύγκριση αποτελεί μια διανοητική διεργασία, ο μελετητής της θρησκείας θα πρέπει να διαχωρίζει τα δεδομένα του σε κατηγορίες και να τα ανασυνθέτει διαμορφώνοντας συγκεκριμένες μεταβλητές που σχετίζονται με το φαινόμενο που εξετάζει, ώστε να μπορούν να συγκριθούν με βάση ορισμένους κανόνες.29
Βέβαια, θα πρέπει να εστιάσουμε σε πιο θεμελιώδη ζητήματα που απασχολούν τον αμερικάνο ιστορικό των θρησκειών, όσον αφορά τη μελέτη της θρησκείας. Ο J. Z. Smith αντιλαμβάνεται τη θρησκεία ως ένα κοινωνικό φαινόμενο και επιδιώκει να διαπιστώσει το ρόλο της θρησκείας στη διαμόρφωση της κοινωνίας και του πολιτισμού. Ως προς την επίτευξη αυτής της προσπάθειας χρησιμοποιεί το θεωρητικό πλαίσιο και την ορολογία που παρέχουν οι ανθρωπιστικές επιστήμες. Σε καμία περίπτωση δεν ακολουθεί την τακτική των φαινομενολόγων της θρησκείας, καθώς δεν επιδιώκει να εξηγήσει το «ιερό», που θεωρείτο όρος κλειδί για την εξήγηση του φαινομένου της θρησκείας. Έτσι, θεωρεί πως η θρησκεία σχετίζεται με κάποια ανθρώπινη δραστηριότητα βασική στην κοινωνική ζωή και ως επί το πλείστον αποτελεί μια ανθρώπινη κατασκευή. Απομάκρυνε το μυστήριο γύρω από το «ιερό» και οριοθέτησε ξανά τη θρησκεία ως μία ανθρώπινη διεργασία με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην καθημερινή ζωή του ανθρώπου.31
Ο Smith δεν αναπτύσσει κάποια γενική θεωρία για τη θρησκεία, απλά επιθυμεί να τονίσει με δυναμικό τρόπο πως η διαδικασία της σύγκρισης αποτελεί απαραίτητο θεωρητικό εργαλείο για τον κλάδο της μελέτης της θρησκείας, αλλά και για την προώθηση της ανθρώπινης σκέψης γενικότερα.32 Πάντως, αυτό που έχει τη δέουσα σημασία στο θεωρητικό πλαίσιο των εργασιών του Smith είναι η προσπάθεια που πρέπει να καταβάλει κάθε φορά ο μελετητής να διορθώνει τις κατηγορίες. Δηλαδή, όταν διαμορφώνεται μια κατηγορία, αυτή δεν πρέπει να είναι απλώς περιγραφική και να περιλαμβάνει κάποιες παρατηρήσεις, οι οποίες παρουσιάζουν κάποια γενικά στοιχεία της κοινωνικής συμπεριφοράς, αλλά θα πρέπει να καθορίζει ένα σύνολο φαινομένων που να έχουν κάποια ομοιότητα, παράλληλα όμως να διαφέρουν στο ιδιαίτερό τους πολιτισμικό περιβάλλον. Μια κατηγορία λοιπόν είναι επιτυχημένη όταν διαχειρίζεται τις ομοιότητες και τις διαφορές σε διαπολιτισμικές συγκρίσεις.33
Επομένως, για τον Smith οι διορθωμένες κατηγορίες ή περιγραφόμενες γενικεύσεις μπορούν να θεωρηθούν τα θεμέλια για την ανάπτυξη μιας γενικής θεωρίας για τη θρησκεία, η οποία θα εξετάζει τη θρησκεία ως μέρος της διανοητικής διεργασίας των ανθρώπινων κοινωνιών, που κατασκευάζουν και διαμορφώνουν τον κόσμο τους, ώστε να είναι βιώσιμος και να φαίνεται ενδιαφέρον. Παραδείγματος χάρη, για την τελετουργική θυσία, που αποτελεί μια κατηγορία, δεν θα πρέπει να αναζητείται μια παγκόσμια δομή και λειτουργία, αλλά σίγουρα είναι απαραίτητη η ανάλυσή της για να συνεισφέρουμε στην ανθρώπινη δραστηριότητα για την κοινωνική κατασκευή.34
Σίγουρα, ιδιαίτερη σημασία στην εξέταση διάφορων ιστορικών κειμένων και εθνογραφιών από την πλευρά του Smith αποτελούν δύο επισημάνσεις του. Η πρώτη σχετίζεται με την τάση του ανθρώπου να παράγει σύμβολα, να διαμορφώνει τρόπους και μέσα ταξινόμησης και οριοθέτησης του περιβάλλοντός του. Έτσι, ο homo religiosus του Eliade μάλλον είναι κατά τον Smith homo symbolicus, καθώς ο άνθρωπος ερμηνεύει και νοηματοδοτεί τον τόπο, τους ανθρώπους που συμμετέχουν και τα αντικείμενα που βρίσκονται σ’ αυτόν. Η προσπάθεια του Smith έγκειται στο να δώσει μια ανθρωπολογική διάσταση στη μελέτη των κειμένων που μελετά και συγκρίνει, καθώς ουσιαστικά θεωρεί πως συγκρίνει και εξετάζει τις διαφορές πολιτισμικών συστημάτων. Αυτή η δραστηριότητα τού έδειξε πως τα σύμβολα και οι ταξινομήσεις δεν παραμένουν αμετάβλητα για πάντα, αλλά αλλάζουν σημασία και επαναδιαπραγματεύονται με την αλλαγή στην κοινωνική κατάσταση, στην πολιτική και οικονομική ζωή σ’ ένα τόπο.35
Η δεύτερη επισήμανσή του αφορά την προσπάθεια συγκάλυψης μιας ανάρμοστης κατάστασης μεταξύ του κειμένου και της πραγματικότητας που επιχειρείται από την εκάστοτε ομάδα ή κοινότητα. Η ανάρμοστη κατάσταση δίνει το έναυσμα για σκέψη, για αμφισβήτηση και για την ανάπτυξη νέων θέσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι άνθρωποι άλλα λένε ότι κάνουν και άλλα είναι αυτά που πραγματικά κάνουν, με αποτέλεσμα ο Smith να αναζητά τον τρόπο με τον οποίο επιδιώκεται να καλυφτεί κάθε φορά το κενό σημείο των δηλώσεών τους.36 Κατά τη διάρκεια της καριέρας του μπορεί κανείς να εντοπίσει την αναζήτηση της αντίδρασης των ανθρώπινων κοινωνιών σε καταστάσεις ανάρμοστης εξέλιξης, όταν δηλαδή απαιτείται η ανάπτυξη μιας στρατηγικής και δημιουργίας νέων παραδόσεων βασιζόμενες σε παλαιότερους θεσμούς. Αυτή η προσπάθεια που είναι φανερή σε πολλές από τις μελέτες του, καθώς σύμφωνα με τον ίδιο αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ο μελετητής να βρίσκει το νόημα που κρύβεται πίσω από τις λέξεις και τις συμπεριφορές των ανθρώπων.37
Συνοψίζοντας, μερικές από τι θέσεις του Smith με ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι οι ακόλουθες:
α. Ο Smith, όπως ένας καλός γιατρός30, διέγνωσε την ασθένεια των μελετητών της θρησκείας και της Καινής Διαθήκης, που στηριζόταν στην Προτεσταντική Απολογητική, που σκοπό είχε να αποδείξει ότι ο Χριστιανισμός δεν είχε καμία επιρροή από τον Ιουδαϊσμό και ότι ο Καθολικισμός επηρεάστηκε από τις τελετουργίες των μυστηριακών λατρειών.
β. Επισήμανε ότι οι συγκρίσεις που θα πρέπει να πραγματοποιεί ο μελετητής της θρησκείας χρειάζεται να ακολουθούν την αναλογική προσέγγιση και να απομακρυνθεί πλήρως η γενεαλογία που οδηγεί στη θεωρία της διάδοσης και στην αντίληψη ότι οι θρησκείες εξαρτώνται από μία που είναι και η προνομιακή. Η αναλογία αντίθετα δίνει έμφαση στην ανάπτυξη εκείνων των διανοητικών προϋποθέσεων που θα οδηγήσουν σε συγκρίσεις με σκοπό την παρουσίαση των ομοιοτήτων και των διαφορών και την κατασκευή αναθεωρημένων κατηγοριών ταξινόμησης που θα ελέγχουν τα δεδομένα διαπολιτισμικά, πάντοτε λαμβάνοντας υπόψη την ορθή ιστορική τοποθέτηση των στοιχείων.
γ. Αντίστοιχη με την παραπάνω θέση είναι και η άποψη ότι η γενεαλογία στηριζόταν στη μοναδικότητα μιας θρησκείας ή μιας έννοιας, η οποία αποκτούσε οντολογικό χαρακτήρα, με αποτέλεσμα να αποδίδεται μια υπερφυσική αξία σε μια θρησκεία ή στη θρησκεία γενικότερα. Αυτός ο ολοκληρωτικός τρόπος σκέψης δεν έχει θέση στον ακαδημαϊκό χώρο, καθώς πλέον η αναζήτηση της διαφοράς και η εξήγησή της με όρους και εικόνες που σχετίζονται με τη δυτική αντίληψη των πραγμάτων είναι το ζητούμενο.
δ. Χρήσιμο μεθοδολογικό εργαλείο για τη μελέτη των θρησκειών της αρχαιότητας αποτέλεσε η ανάπτυξη του τοπικού και ουτοπικού μοντέλου. Το τοπικό μοντέλο σχετίζεται με τη διατήρηση της τάξης, της διασφάλισης από εξωτερικούς κινδύνους και την αποκατάσταση της τάξης και των κανόνων σε περίπτωση που αυτοί διασαλευτούν. Από την άλλη, το ουτοπικό μοντέλο σχετίζεται με τη διάσπαση των συνόρων και την απελευθέρωση από όρια και κανόνες. Σκοπός αποτελεί η σωτηρία από την καθημερινότητα και η διαφυγή προς τον ουρανό μέσω πράξεων επαναστατικών και υπερβατικών.
ε. Ασφαλώς, ιδιαίτερη σημασία έχει η ανατροπή από τον Smith της θεωρίας του J. Frazer περί «θεοτήτων που πεθαίνουν και ανασταίνονται» και συγκεκριμένα η θέση ότι ο Ιησούς, ο Όσιρις, ο Μίθρας και άλλες θεότητες μυστηριακών λατρειών μοιράζονται το ίδιο μοτίβο, ότι δηλαδή η θεία μορφή θανατώνεται και μετά ανασταίνεται την άνοιξη. Ο Smith έδειξε πως οι θεότητες έχουν σημαντικές διαφορές η μία από την άλλη, δεν ακολουθούν το παραπάνω μοτίβο και επομένως δεν μπορούν να ταξινομηθούν στην ίδια κατηγορία.
στ. Βέβαια, σημαντική είναι η συμβολή του Smith όσον αφορά τη μελέτη της τελετουργίας. Η μελέτη της τελετουργίας δεν είχε τόσο σαν σκοπό την αποσαφήνιση κάποιων σταδίων της όσο στην κατανόηση των αιτιών που χρησιμοποιείται από διάφορες ομάδες. Για τον Smith, η τελετουργία αποτελεί μέσο για τη συγκέντρωση της προσοχής πάνω σ’ ένα ζήτημα, για την αποστολή ορισμένων μηνυμάτων. Είναι σαφές πως μέσω της τελετουργίας οι άνθρωποι επιθυμούν να ελέγξουν το περιβάλλον τους, να οριοθετήσουν πράγματα και καταστάσεις, και να προσπαθήσουν να αποκρύψουν ανάρμοστες και ατυχείς καταστάσεις που δεν μπορούν να αιτιολογήσουν λογικά. Ουσιαστικά, η τελετουργία είναι ακόμη ένα μέσο για να κατασκευάσει ο άνθρωπος με μεγαλύτερο ενδιαφέρον τον κόσμο του.
Ο Jonathan Zittel Smith προσδιορίζει τον εαυτό του ως ένα συγγραφέα άρθρων και εργασιών με σκοπό την πραγματοποίηση συγκρίσεων και αναθεωρήσεων δεδομένων που πολλές φορές προέρχονται από το πεδίο εργασίας άλλων επιστημών. Αυτή η ενασχόλησή του προκαλεί την αδυναμία κατανόησης της μεθοδολογίας του από το ευρύ κοινό, αλλά είναι σαφές πως οι μελέτες του απευθύνονται σε συγκεκριμένους ανθρώπους με συγκεκριμένα ενδιαφέροντα, αφού ο μοναδικός και κύριος στόχος του αποτελεί η διατήρηση του κύρους της ακαδημαϊκής μελέτης της θρησκείας.38




Υποσημειώσεις
1 Γ. Ζιάκας, Θρησκεία και Πολιτισμός των Προϊστορικών κοινωνιών και των αρχαίων λαών, Θεσσαλονίκη: Κορνηλία Σφακιανάκη, 2002, σελ. 16-18. U. Bianchi, “History of Religions”, στο M. Eliade (επιμ.), Encyclopedia of Religion, τ. 6, 1987, σελ. 399-407.
2 Αποτελεί μια θεωρία που ανέπτυξε με ιδιαίτερη επιτυχία ο Robin Winks στο βιβλίο του The Historian as Detective: Essays on Evidence (New York, 1969).
3 Η φαντασία και η αναπεριγραφή αποτελούν πάγια θέση για τα χαρακτηριστικά που οφείλει να διαθέτει ένας ιστορικός των θρησκειών και γενικότερα ένας διανοούμενος σύμφωνα με τον J. Z. Smith.
4 B. Lincoln, “Theses on method”, Method & Theory in the Study of Religion 8 (1996), σελ. 225.
5 B. Lincoln, “Theses on method”, ό.π., σελ. 225. W. E. Arnal – W. Braun, “Does Theology belong in Religious Studies?”, πρόκειται να εκδοθεί στο B. Verter – J. C. Wolfart (eds.), Rethinking Religion 101: Praxis, Pedagogy and the ”Religion Question’, Cambridge: Cambridge University Press.
6 W. Braun, «Θρησκεία», στο W. BraunR. T. McCutcheon (εκδ.), Εγχειρίδιο Θρησκειολογίας (μετ. Δ. Ξυγαλατάς, Επιμ. Π. Παχής), Θεσσαλονίκη: Βάνιας, 2003, σελ. 43.
7 U. Bianchi, “History of Religions”, ό.π., σελ. 399-407. M. Detienne, Συγκρίνοντας τα μη συγκρίσιμα, (μετ. Π. Μαρκέτου), Αθήνα: Μεταίχμιο/ Επιστήμες, 2000, σελ. 63.
8 W. Braun, «Θρησκεία», ό.π., σελ. 41-43. R. T. McCutcheon, Studying Religion: An Introduction, London: Equinox, 2007, σελ. 71.
9 J. Z. Smith, Imagining Religion: From Babylon to Jonestown, Chicago: Chicago University Press, 1982, σελ. xi.
10 J. Z. Smith, Imagining Religion: From Babylon to Jonestown, ό.π., σελ. xi. του ίδιου, Map is not Territory: Studies in the History of Religions, Chicago: The University of Chicago Press, 1978, σελ. 289-290. του ίδιου, Relating Religion: Essays in the Study of Religion, Chicago; London: University of Chicago, 2004, σελ. 193-194. R. T. McCutcheon, “Relating Smith”, Journal of Religion, 2006 86 (2), σελ. 292.
11 J. Z. Smith, Relating Religion: Essays in the Study of Religion, ό.π., σελ. 207, 369.
12 J. Z. Smith, Imagining Religion: From Babylon to Jonestown, ό.π., σελ. 41-43.
13 J. Z. Smith, Map is not Territory: Studies in the History of Religions, ό.π., σελ. ix. του ίδιου, Relating Religion: Essays in the Study of Religion, ό.π., σελ. 260.
14 J. Z. Smith, Relating Religion: Essays in the Study of Religion, ό.π., σελ. 365, 367, 372, 377. S. Gill, “Territory”, στο Mark C. Taylor (επιμ.), Critical Terms for Religious Studies, Chicago; London: The University of Chicago Press, 1998, σελ. 300-301.
15 J. Z. Smith, Relating Religion: Essays in the Study of Religion, ό.π., σελ. 383, 389.
16 J. Z. Smith, Imagining Religion: From Babylon to Jonestown, ό.π., σελ. xiii.
17 J. Z. Smith, Imagining Religion: From Babylon to Jonestown, ό.π., σελ. xi. του ίδιου, To Take Place: Toward Theory in Ritual, Chicago; London: The University of Chicago Press, 1987, σελ. xi. R. T. McCutcheon, “Relating Smith”, ό.π., σελ. 293.
18 J. Z. Smith, Imagining Religion: From Babylon to Jonestown, ό.π., σελ. xiii. του ίδιου, Relating Religion: Essays in the Study of Religion, ό.π., σελ. 163.
19 J. Z. Smith, Imagining Religion: From Babylon to Jonestown, ό.π., σελ. 66.
20 Ο όρος στα αρχαία ελληνικά είναι «κοχλίας» με μεταφορική έννοια.
21 J. Z. Smith, Map is not Territory: Studies in the History of Religions, ό.π., σελ. 298. του ίδιου, Relating Religion: Essays in the Study of Religion, ό.π., σελ. 117.
22 J. Z. Smith, To Take Place: Toward Theory in Ritual, ό.π., σελ. 13-14. του ίδιου, Drudgery Divine: On the Comparison of Early Christianities and the Religions of Late Antiquity, ό.π., σελ. 49. του ίδιου, Relating Religion: Essays in the Study of Religion, ό.π., σελ. 246.
23 J. Z. Smith, Imagining Religion: From Babylon to Jonestown, ό.π., σελ. 1.
24 J. Z. Smith, Drudgery Divine: On the Comparison of Early Christianities and the Religions of Late Antiquity, London: University of London, 1990, σελ. viii, 50. του ίδιου, Relating Religion: Essays in the Study of Religion, ό.π., σελ. 197. S. Gill, No Place to Stand: Jonathan Z. Smith as Homo Ludens, The Academic Study of Religion Sub Specie Ludi”, Journal of the American Academy of Religion 66 (2), 1998, σελ. 283-284.
25 J. Z. Smith, Relating Religion: Essays in the Study of Religion, ό.π., σελ. 389.
26 J. Z. Smith, Imagining Religion: From Babylon to Jonestown, ό.π., σελ. 20.
27 J. Z. Smith, Relating Religion: Essays in the Study of Religion, ό.π., σελ. 10, 24, 106.
28 J. Z. Smith, Relating Religion: Essays in the Study of Religion, ό.π., σελ. 29, 197-198, 371-372. G. A. van den Heever, ”Loose Fictions and Frivolous Fabrications: Ancient Fiction and the Mystery Religions of the Early Imperial Era, ό.π., σελ. 118.
29 J. Z. Smith, Imagining Religion: From Babylon to Jonestown, ό.π., σελ. 36. του ίδιου, Drudgery Divine: On the Comparison of Early Christianities and the Religions of Late Antiquity, ό.π., σελ. 52. G. A. van den Heever, Loose Fictions and Frivolous Fabrications: Ancient Fiction and the Mystery Religions of the Early Imperial Era, (διατριβή που κατατέθηκε στο Πανεπιστήμιο της Ν. Αφρικής), 2005, σελ. 117.
30 H. Kippenberg, “Comparing Ancient Religions. A Discussion of J. Z. Smith’s Drudgery Divine”, Numen 39 (2), 1992, σελ. 220.
31 B. Mack, “Introduction: Religion and Ritual”, in R. G. Hamerton-Kelly (ed.), Violent Origins: Walter Burkert, Rene Girard, and Jonathan Z. Smith on Ritual Killing and Cultural Formation, Stanford, Stanford University Press, 1987, σελ. 4. του ίδιου, “Sacred Persistence?”, in W. Braun – R. T. McCutcheon (eds.), Introducing Religion: Essays in Honour of Jonathan Smith, Equinox: London; Oakville, 2008, σελ. 299, 300. του ίδιου, “After Drudgery Divine”, Numen 39 (2), 1992, σελ. 228.
32 B. Mack, “After Drudgery Divine”, Numen 39 (2), 1992, σελ. 227.
33 Ό.π., σελ. 227-228.
34 Ό.π., σελ. 228.
35 B. Mack, “Introduction: Religion and Ritual”, in W. Braun – R. T. McCutcheon (eds.), Introducing Religion: Essays in Honour of Jonathan Smith, Equinox: London; Oakville, 2008, σελ. 39-40.
36 Ό.π., σελ. 46, 49.
37 R. T. McCutcheon, “Introducing Smith”, ό.π., σελ. 11-12.
38 J. Z. Smith, Relating Religion: Essays in the Study of Religion, ό.π., σελ. x.

Quiz: Ποιο είναι θρησκευτικό παράδειγμα και ποιο όχι;
Μια χαρακτηριστική θέση του Smith είναι ότι οι άνθρωποι διαμορφώνουν και δημιουργούν ένα ενδιαφέροντα κόσμο. Η διαδικασία της παρατήρησης από ένα επιστήμονα ανθρωπιστικού τομέα αποτελεί τη συλλογή μερικών στοιχειών που έχουν ενδιαφέρον, την εξέταση της σημασίας , της χρήσης και της μεταξύ τους σχέσης, ώστε να παρουσιάζονται οι διαφορές που υπάρχουν ή μπορούν να διαμορφωθούν. Αυτή η αναζήτηση για τις διαφορές είναι που έχει ενδιαφέρον, είναι αυτή που προκαλεί τη σκέψη. Ο Smith δεν αναζητά το γιατί οι άνθρωποι ενεργούν με τον τρόπο που ενεργούν, αλλά τον προκαλεί ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι ορίζουν, ο τρόπος με τον οποίο κατασκευάζουν και κάνουν ενδιαφέρον τον κόσμο τους. Έτσι, οποιοδήποτε στοιχείο και δεδομένο που φαίνεται πως έχει ενδιαφέρον για τον επιστήμονα μπορεί να μελετηθεί για να προβληθεί η διαμόρφωση της εκάστοτε κοινωνίας.[1]
Έτσι, ας εξετάσουμε ένα ενδιαφέρον περιστατικό ενός ιδιόμορφου τελετουργικού από τη σύγχρονη δυτική κοινωνία που δείχνει την συγκάλυψη μιας ανάρμοστης κατάστασης. Το περιστατικό που θα περιγράψουμε προέρχεται από την κωμική αμερικάνικη σειρά Reba (2001). Η Reba πρόκειται να παραθέσει στο σπίτι της το καθιερωμένο δείπνο λίγες ώρες πριν τον αγώνα στη σχολική ομάδα ράγκμπι. Το δείπνο γίνεται για πρώτη φορά σπίτι της, γι’ αυτό το λόγο όλα πρέπει να είναι τέλεια, αφού σε κάθε δείπνο ακολουθείται ένα συγκεκριμένο τελετουργικό, το οποίο περιλαμβάνει τα συστατικά για την επιτυχία της ομάδας. Όσες φορές ακολουθούνται οι οδηγίες για τη σωστή τέλεση του δείπνου η ομάδα γεμίζει με δύναμη για να πετύχει την νίκη. Τα συστατικά της επιτυχίας για το δείπνο είναι η ομαδική προσευχή που λέγεται από τον προπονητή της ομάδας, ένα σύνθημα από τις μαζορέτες της ομάδας και οπωσδήποτε η βρώση πατατοσαλάτας από το εστιατόριο του Εντ.
Η Reba ακολουθεί και οργανώνει το δείπνο με επιτυχία, όμως υπάρχει μια παράλειψη που εναγωνίως προσπαθεί να αποκρύψει από την ομάδα και τον προπονητή. Η πατατοσαλάτα που παρήγγειλε δεν προέρχεται από το εστιατόριο του Εντ. Εάν κάποιος μάθαινε αυτή την εξέλιξη, τότε το δείπνο θα ήταν μια αποτυχία, με αποτέλεσμα την αδυναμία των παικτών για τη νίκη. Δυστυχώς, κάποιος ανακαλύπτει στα σκουπίδια τη συσκευασία της πατατοσαλάτας που προέρχεται από άλλο κατάστημα και αποκαλύπτει το μεγάλο μυστικό. Η ομάδα απογοητεύεται και όλα τα μέλη της πιστεύουν πως θα ηττηθούν. Η Reba προσπαθεί να τους πείσει πως δεν είναι η πατατοσαλάτα του Εντ πριν από κάθε αγώνα που τους δίνει τη νίκη, αλλά η αξία τους σαν ομάδα. Προφανώς, τα λογικά της επιχειρήματα δεν πείθουν κανένα, αφού η ομάδα στο πρώτο ημίχρονο του αγώνα γνωρίζει βαριά ήττα. Στα αποδυτήρια της ομάδας επικρατεί απογοήτευση, ώσπου εμφανίζεται η Reba με ένα κουτί με πατατοσαλάτα από το κατάστημα του Εντ. Τότε επικρατεί ενθουσιασμός, με αποτέλεσμα να ανατραπεί το αποτέλεσμα στο δεύτερο ημίχρονο και η ομάδα να σημειώσει περιφανή νίκη. Βέβαια, θα πρέπει να σημειώσουμε πως η Reba εμφανίστηκε στα αποδυτήρια με μια συσκευασία από το εστιατόριο του Εντ που περιείχε όμως πατατοσαλάτα από άλλο κατάστημα. Το δεύτερο μυστικό της Reba δεν το έμαθε κανείς, οπότε η ομάδα πίστεψε ότι είχε λάβει όλα τα συστατικά που χρειαζόταν για να κερδίσει τον αγώνα.
Το περιστατικό, που μόλις περιγράψαμε, παρουσιάζει τη διαμόρφωση ενός τελετουργικού από μια σχολική ομάδα λίγο πριν από κάθε της αγώνα. Τα μέλη της ομάδας προσεύχονται, τρώνε μαζί συγκεκριμένη τροφή, τραγουδούν και προετοιμάζονται ψυχολογικά για το μεγάλο γεγονός, που είναι ο αγώνας. Έχουν διαμορφώσει μ’ ένα συγκεκριμένο τρόπο το περιβάλλον τους και έχουν καθορίσει συγκεκριμένα στάδια, τα οποία θα πρέπει να είναι επιτυχημένα, ώστε να φτάσουν στον τελικό τους στόχο. Η συγκεκριμένη ομάδα μ’ αυτό τον ξεχωριστό τρόπο προσπαθεί να ελέγξει το περιβάλλον της και την έκβαση του μέλλοντος. Εάν κάποιο από τα συστατικά που περιγράψαμε δεν πραγματοποιηθεί σωστά, τότε αυτό ισοδυναμεί με την αποτυχία και την αδυναμία ελέγχου του άμεσου μέλλοντος, δηλαδή του αγώνα. Η απερισκεψία της Reba αποτέλεσε μια ανάρμοστη κατάσταση που αποκαλύφθηκε αρχικά και ολοκληρώθηκε στη συνέχεια, καθώς η ομάδα πίστεψε στη διόρθωση του σφάλματος. Κανένας λογικός άνθρωπος δεν μπορεί να πιστέψει ότι η βρώση πατατοσαλάτας και συγκεκριμένα από ένα εστιατόριο μπορεί να οδηγήσει στη νίκη μια ομάδα. Είναι πολύ πιθανό και άλλες φορές να έφαγαν πατατοσαλάτα από άλλο εστιατόριο και τελικά να φτάσουν στη νίκη, χωρίς μάλιστα να το πληροφορηθούν. Βέβαια, αυτή η ανάρμοστη κατάσταση καλύπτεται με τη βρώση πατατοσαλάτας που έχει στη συσκευασία της την ετικέτα του Εντ, όμως κανένας δεν το μαθαίνει ή τουλάχιστον δεν επρόκειτο να ανακοινωθεί σε ευρύτερο πλαίσιο, καθώς θα αναιρούσε πλήρως το τελετουργικό και τις διαμορφωμένες συνήθειες της ομάδας.
Επομένως, σε τι διαφέρει η σχολική ομάδα ράγκμπι από την προετοιμασία και τη διαδικασία που ακολουθούν οι κοινωνίες των κυνηγών; Η ομάδα ράγκμπι πρέπει να φάει πατατοσαλάτα του Εντ, ενώ οι κυνηγοί θα πρέπει να περιμένουν να συναινέσει για το θάνατό του το θήραμά τους. Ασφαλώς, η ομάδα δεν νικά επειδή τρώει την πατατοσαλάτα του Εντ και οι κυνηγοί δεν περιμένουν την αρκούδα να τους προσκαλέσει για να τη σκοτώσουν. Έτσι, το τελετουργικό της ομάδας και η περίπτωση των κυνηγών που ασχολήθηκε ο Smith δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους, αλλά σαφέστατα φανερώνουν την προσπάθεια των ανθρώπινων κοινωνιών να ελέγξουν μέσω τελετουργικών τυπικών επίσημων ή ανεπίσημων το περιβάλλον στο οποίο ζουν. Μια καθημερινή πράξη από μια κοινωνία για την οποία πληροφορούμαστε από τις εθνογραφίες και μια εβδομαδιαία συνάντηση από το σύγχρονο δυτικό κόσμο αναδεικνύουν τη θέση του Smith ότι σκοπός του μελετητή της θρησκείας είναι να δείξει αναλογικά ότι αυτό που φαίνεται παράξενο και εξωτικό τελικά είναι το ανθρώπινο που συμβαίνει στην καθημερινή ζωή των δυτικών κοινωνιών[2].








[1] B. Mack, “Introduction: Religion and Ritual”, in R. G. Hamerton-Kelly (ed.), Violent Origins: Walter Burkert, Rene Girard, and Jonathan Z. Smith on Ritual Killing and Cultural Formation, Stanford, Stanford University Press, 1987, σελ. 69-70.
[2] J. Z. Smith, Imagining Religion: From Babylon to Jonestown, Chicago: Chicago University Press, 1982, σελ. xiii.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου